Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Ο Συρτός χορός στη Νάξο (Βιβλιογραφική επισκόπηση και Πρωτόκολλα)

του Σταύρου Σπηλιάκου


(Μετά από έγκριση επιστημονικής επιτροπής) δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Φυσική Αγωγή_Άθληση_Υγεία”) (περιοδικό όργανο Πτυχιούχων Φυσικής Αγωγής Ηρακλείου Κρήτης), τ. 18-19, Σεπτ. 2005.
Περίληψη
Ο Συρτός είναι ο συχνότερα απαντώμενος χορός σ’ όλη την Ελλάδα, ακόμα και σε πολιτισμικές περιοχές στις οποίες στο χορευτικό τους ρεπερτόριο ορίζεται κάποιος άλλος χορός ως πρωεξάρχων, ως κυρίαρχος, ενώ από μορφολογικής αλλά και λειτουργικής πλευράς ο χορός αυτός παρουσιάζει πλείστα κοινά στοιχεία όπου κι αν χορεύεται. Ο (Α)γέρανος απαντάται σήμερα, ως αγέρανος στην Πάρο, ενώ παλαιότερα στην Ζάκυνθο ως -χορός του Θησέα-, στην Ήπειρο ως -γερανί-, και στους προσφυγικούς πληθυσμούς του Πόντου ως -αέρανος-.
Η Εργασία αυτή εξετάζει το κατά πόσον ο συνεχώς και αδιαλείπτως χορευόμενος Συρτός χορός στις Κυκλάδες, είναι ο ίδιος χορός με τον Συρτό ή τον Αγέρανο του αρχαιοελληνικού παρελθόντος ή ακόμα αν ταυτίζονται οι χοροί Συρτός και Αγέρανος, έτσι όπως κατατίθενται σε κείμενα Ελλήνων συγγραφέων ή στα κείμενα ξένων περιηγητών της περιόδου της ύστερης τουρκοκρατίας, φραγκοκρατίας.
Η συστηματική εξέταση κι ανάλυση των στοιχείων (παράθεση αποσπασμάτων κειμένων και πρωτόκολλα καταγραφής) αναδεικνύει ως υπερβολικό κι επιστημονικά αστήρικτο το περιεχόμενο των κειμένων σε σχέση με τα πρωτόκολλα, έτσι όπως καταγράφηκαν επί 18 χρόνια και σε παρελθόντα ιστορικό χρόνο από το 1890.
Εισαγωγή
Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό να θεματοποιήσει προβλήματα του Συρτού νεοελληνικού χορού στις Κυκλάδες και ιδιαίτερα στη Νάξο σε σχέση με κείμενα ξένων περιηγητών και Ελλήνων συγγραφέων των δυο περασμένων αιώνων, τα οποία αναφέρονται σ’ αυτόν.
Μια τέτοια θεματοποίηση έχει ως σκοπό να παρουσιάσει στοιχεία τα οποία εμφανίζουν το κύριο πρόβλημα, δηλ. εάν τα στοιχεία που κατατίθενται από τους συγγραφείς είναι ικανά ή όχι να καταγράψουν την παρουσία χορού και μάλιστα να συνδέσουν αυτόν με στοιχεία αρχαιοελληνικής καταγωγής.
Οι πληροφορίες που κατατίθενται από τους Έλληνες συγγραφείς στο μεσοδιάστημα των δυο περασμένων αιώνων, αλλά κυρίως αυτές των ξένων περιηγητών (ύστερη τουρκοκρατία, φραγκοκρατία) αποτελούν σημαντικές πηγές προβληματισμού, αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύουν εγγενείς αδυναμίες συστηματικής αντιμετώπισης των προβλημάτων του χορού. Επί πλέον δε οι πληροφορίες αυτές είναι στραμμένες, στην πλειονότητάς τους, στο αρχαιοελληνικό παρελθόν σε μια προσπάθεια δημιουργίας ιδεολογίας που είναι και λέγεται «επιβιώσεις αρχαιοελληνικών στοιχείων» στον νεοελληνικό κόσμο (Ζωγράφου 1999).
Σε ότι αφορά ιδιαίτερα στα κείμενα των ξένων περιηγητών, αυτά απετέλεσαν για χρόνια πολλά τον επίσημο χορευτικό λόγο στην Ελλάδα, που μεταξύ των άλλων εμφάνιζαν μια Ελλάδα που προσπαθεί να πιαστεί από τα αρχαιοελληνικά μάρμαρα, αλλά ταυτόχρονα μια Ελλάδα εξωτική κι «απόμακρη από τις ρίζες της».
Τα ίδια, ή σωστότερα, τα αμέσως επόμενα χρόνια (τέλη του 1800, αρχές του 1900) οι Έλληνες συγγραφείς επιδίδονται σ’ έναν αγώνα απόδειξης της ύπαρξης του νεοέλληνα ως συνέχεια του αρχαιοελληνικού κόσμου προκειμένου να αντισταθούν στις ολοένα πιο έντονες δυτικές φωνές περί του αντιθέτου, δηλ. περί Ελλήνων ετέρου γένους, αλλά και στην αναδεικνυόμενη στο εσωτερικό τάση, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα και τα άλλα αστικά κέντρα, μιμητισμού προς τη Δύση αλλά και εισαγωγής δυτικών «πολιτιστικών αγαθών» (βλ. τραγούδια, χοροί, ενδυμασία, στυλ κοινωνικής ζωής κ.λπ).
Την εποχή αυτή, ο χορός αποτελούσε στοιχείο της ζωής του Έλληνα και επιβίωνε με τις έτσι κι αλλιώς αλλαγές του, αλλά συνέχιζε να αποτελεί ζωτικό κατηγόρημα του κοινωνικού και θρησκευτικού του βίου. Μόνο τους ξένους περιηγητές και μερίδα Ελλήνων λογίων απασχολούσε εάν ο βίος των Ελλήνων φωτιζόταν από τα μάρμαρα του Παρθενώνα ή συνέχιζε να βιώνει και να δημιουργεί ως νεοέλληνας που ζούσε την εποχή του.
Ένας απ’ τους χορούς που απασχόλησε περισσότερο τα ξένα περιηγητικά κείμενα αλλά και των προαναφερθέντων Ελλήνων ήτανε ο Συρτός και οι επιβιώσεις μέσω αυτού αρχαιοελληνικών συστατικών στοιχείων.
Kleitias_b
Ο χορός Γερανός, όπως εικονίζεται στο αγγείο του François. Αρχαιολογικό Μουσείο, Φλωρεντία. Από τους Adolf Furtwängler και Karl Reichhold: Griechische Vasenmalerei, F. Bruckmann, Μόναχο.
Κεντρικό ερώτημα της εργασίας αυτής είναι: υφίστανται στον νεοελληνικό παραδοσιακό χορό των Κυκλάδων κι ιδιαίτερα της Νάξου οι χορευτικοί τύποι του Συρτού, ο συσχετισμός του με τον αρχαιοελληνικό Αγέρανο ή τον σημερινό αποκριάτικο Αγέρανο χορό της Πάρου ή και αλλού χορευόμενο, έτσι ώστε να θεωρούνται αξιόπιστες οι «καταγραφές» κι άλλες αναφορές σ’ αυτούς έτσι όπως κατατίθενται και σχολιάζονται από ξένους περιηγητές και Έλληνες συγγραφείς;
Για την απάντηση αυτού του ερωτήματος είμαστε υποχρεωμένοι να στραφούμε προς τον ίδιο τον χορό στον ορίζοντα της τοπικής πολιτιστικής παράδοσης και με βάση πορίσματα πρόσφατης ευρύτερης έρευνας στο νησί της Νάξου. (Σπηλιάκος 1999). Ο Συρτός χορός αποτελεί αφ’ ενός μεν στοιχείο του χορευτικού φαινομένου μιας ευρύτερης χορευτικής πράξης, με αρχή, μέσον και τέλος, αφ’ ετέρου δε ενός εκ των δυο μερών συζυγίας χορών, ήτοι του Συρτού και του Μπάλλου. Σημειωτέον ότι δεν υφίσταται ως χορός ο Μπάλλος αν δεν προηγηθεί ο Συρτός ή οι Συρτοί διαφόρων ρυθμικών αγωγών (Σπηλιάκος 1994, Ζωγράφου 2003).
Μεθοδολογία
Η παρούσα μελέτη διεξάγεται στον ορίζοντα της επιστήμης της χορολογίας. Η συγκέντρωση των πρωτοκόλλων ήτοι των εκφράσεων που διαπιστώνονται τα συμβαίνοντα ή συμβάντα (Γ. Φαράντος 1996) είναι αποτέλεσμα επιτόπιας έρευνας η οποία διεξάγεται μέσω της συμμετοχικής παρατήρησης, της συνέντευξης, της αποτύπωσης (γραπτός λόγος, μαγνητόφωνο, βίντεο, φωτογραφία). Η έρευνα αποκτάει έτσι τα χαρακτηριστικά της αυτοψίας. Η συγκέντρωση των πρωτοκόλλων, έχει το νόημα των Φυσικών Επιστημών δηλαδή του αντικειμένου εμπειρικής παρατήρησης και της πρώτης γενίκευσης. Κάθε πρωτόκολλο περιλαμβάνει: 1) συντελεστή χώρου, 2) συντελεστή χρόνου, 3) συνθήκες, 4) περιγραφή φαινομένου, 5) παράδειγμα. Για τη διεξαγωγή της παρούσας μελέτης γίνεται συστηματική χρήση και των μεθόδων: Στοιχειώδης ανά­λυση, ερμηνευτική και διαλεκτική.

Α. Επισκόπηση της Βιβλιογραφίας

 Για τον Συρτό χορό της Νάξου παρέχονται πληροφορίες στη βιβλιογραφία εν πολλοίς αφμισβητούμενες για την απόδοση της μορφής του χορού έτσι όπως χορεύεται από το 1880 και εξής, ενώ για το περιεχόμενό του, την λειτουργία του δεν γίνεται αναφορά σ’ αυτές τις πηγές.
Την κυριότερη και αναλυτικότερη βιβλιογραφική πηγή στα μέσα του 18ου αιώνα αποτελεί ο φιλέλληνας «λαογράφος», μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και Καλών Τεχνών, Γάλλος περιηγητής Guys Pierre Augustin, ο οποίος το 1748 και σε ηλικία μόλις τριάντα ετών άρχισε την περιοδεία του στην Ελλάδα.  Ο  Guys P. A. στο έργο του αναφέρεται σε χορό, τον οποίον ονομάζει «Ελληνικό» υποστηρίζοντας ότι προέρχεται από τον «Κρητικό», ο οποίος και διατηρήθηκε μέχρι και την εποχή του, στα νησιά.  Στη συνέχεια, η κατά τον Στέφ. Ήμμελο (1962-63) «λογία των χρόνων της τουρκοκρατίας» Chenier, η οποία συμπλήρωσε την πρώτη έκδοση των επιστολών του Guys P.A. υποστηρίζει την σύνδεση του Συρτού χορού με τον αρχαιοελληνικό χορό Γέρανο και ότι ο χορός αυτός χορεύεται τελειότατα στη Νάξο (Ήμελλος Στεφ. 1962-63).
Γι’ αυτόν το χορό, τον Γέρανο, κάνει υπαινιγμό και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (Φ. Κουκουλές 1950) «σχήματα γεράνων και Δαιδάλου χορόν εναρμόνιον». Η κατάθεση αυτή συμφωνεί με την εκδοχή που παραθέτουν ο de Guys και η Chenier.
Μια δεκαετία αργότερα ο Γερμανός περιηγητής Johaun Hermann von Riedesel κάνει αναφορά στον Ρωμαίικο χορό, που κατά τις περιγραφές του είναι ίδιος μ’ αυτόν στον οποίον αναφέρονται ο de Guys και η  Ghenier, και γράφει: «Αυτός  ο Ρωμαίικος χορός παραλλάσσει από τόπον εις τόπον»… «…Στη Νάξο χορεύεται πιο ζωηρά» (Κυρ. Σιμόπουλος 1988).
Ο Αντ. Κεραμόπουλος (1928) αναφερόμεος στο γέρανο, αφ’ ενός μεν επικαλείται δυο πηγές από την αρχαία ελληνική γραμματεία τον Πλούταρχο και τον Πολυδεύκη, αφ’ ετέρου προχωράει και σε δικές του κρίσεις αναφέροντας περιγραφικά στοιχεία του όπως τότε (1928) χορευόμενου Συρτού.
Αφού σημειώνει πως, στην Πάρο χορεύεται ο χορός αγέρανος, τουτέστιν ο γέρανος, μεταφέρει αποσπάσματα: α) από τον Πλούταρχον (Θησεύς 21): «Εκ δε της Κρήτης αποπλέων (ο Θησεύς), εις δήλον κατέσχε, και τω Θεώ θύσας… εχόρευσε μετά των ηθέων χορείαν, ην έτι και νυν επιτελείν Δηλίους λέγουσι, μίμημα των εν τω λαβυρίνθω περιόδων και διεξόδων, έν τινι ρυθμώ παραλάξεις και ανελίξεις έχοντι, γινομένην. Καλείται δε το γένος τούτο της χορείας υπό Δηλίων γέρανος». Προσθέτει δε ο ίδιος ο Α. Κεραμόπουλος, πως σήμερον ο ηγεμών πολλών χορών δεν προχωρεί μόνον προς τα πρόσω κυκλικώς, αλλά στρέφεται και προς τα οπίσω είτε εντός του κύκλου είτε έξω αυτού σύρων και τους μετ’ αυτόν προς την αυτήν διεύθυνσιν πάντας διαδοχικώς, άλλοτε δε διέρχεται κάτωθεν των συγκρατουμένων χειρών των χορευτών εισερχόμενος εις τον κύκλον έσωθεν, ώστε αποτελούνται δια της πορείας αυτού γραμμαί ελισσόμεναι και τεμνόμεναι, καθώς συμβαίνει εις τους λεγόμενους “λαβυρίνθους” τινών σημερινών τινών πανηγύρεων …». β) από το Πολυδεύκη (Ονομαστικός Δ, 101): «την δε γέρανον κατά πλήθος ωρχούντο, έκαστος υφ’ εκάστω κατά στίχον, τα άκρα εκατέρωθεν των ηγεμόνων εχόντων, των περί Θησέα πρώτον περί τον Δήλιον βωμόν απόμιμησαμένων την από του Λαβυρίνθου έξοδον». Υποθέτει δε ο Α. Κεραμόπουλος στη συνέχεια ότι «το “υφ’ εκάτω” δηλοί ότι δεν συνεπλέκοντο αι χείρες των χορευτώνως συνήθως κατά τας παλάμας αλλ’ ότι η δεξιά ετίθετο εις τον ώμον του προηγουμένου, της αριστεράς πλεκομένης περί τον βραχίονα του επομένου, όπερ επίσης συμβαίνει είς τινας χορούς ελληνικούς …». Τελειώνοντας ο Α. Κεραμόπουλος την αναφορά του στον γέρανο σχολιάζει τον τρόπο με τον οποίο το Λύκειο Ελληνίδων της Αθήνας χόρεψε αυτόν τον χορό στο Στάδιο (15/5/1927), αφού παρέλειψε το κύριο χαρακτηριστικό του γέρανου, δηλ. τους λαβυρινθώδεις ελιγμούς, και τονίζει πως: «ο γέρανος εχορεύθη ως κοινός συρτός δια της αμεταστρόφου προς τα πρώσω κατευθύνσεως».
Το 1809 ο Άνθιμος Γαζής (1908), γράφει: «Γέρανος, είδος χορού κατά μίμησιν των Γερανών, έστι δε ο αυτός τον οποίον συνηθίζουσι και οι σημερινοί Γραικοί, Συρτόν αυτόν ονομάζοντες, έχων δηλ. ο εις του άλλου χέρι πιασμένον και ούτω καθ’ εξής».
Το 1870 ο Ι. Λαμπρίδης (1870) γράφει για το Συρτό στη Νάξο: «…. και τον εν Νάξω χορόν, ον  οι  κάτοικοι  από Θησέως μέχρι  και σήμερον  φυλάττουσιν…».
Ο Φ. Κουκουλές (1950), παραπέμποντας σε βιβλιογραφικές πηγές, αντλεί πληροφορίες για το χορό ΓΕρανο έτσι όπως καλείται και χορεύεται σε άλλες ελληνικές περιοχές.
Σε πίνακα που βρίσκεται στην εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων, του 15ου αι. με την λεζάντα «Γαλλικός χορός, 15ος αι. Από το βιβλίο των ωρών», (Τσιλιμίγκρα 1983) παριστάται χορός με την ίδια μορφή (σύνταξη) όπως καταγράφεται και σήμερα ακόμα στη Νάξο, δηλ. άνδρας-γυναίκα-α-γ-γ-α. Πρώτος και τελευταίος άνδρας και ανάμεσά τους άλλες γυναίκες και άνδρες, δηλ. «κύκλιος» και έκαστος υφ’ εκάστω”.
Σε ανάλογο πίνακα «Danse Greuque a Paros» σε σχέδιο του J. B. Hilaire στο έργο του Γάλλου περιηγητή Choiseul-Gouffier (1776), μέλους της Γαλλικής επιστημονικής αποστολής στη Μεσόγειο, παρουσιάζεται ελληνικός χορός στην Πάρο, που εκτελείται από άνδρες και γυναίκες με τη συνοδεία δυο μουσικών οργάνων, ενός πνευστού και ταμπουρά. Ο χορός είναι κυκλικός και πρώτος και τελευταίος χορεύει άνδρας, ενώ ανάμεσά τους κι άλλοι άνδρες και γυναίκες, εναλλάξ. Ο τελευταίος άνδρας κρατάει μαντήλι με την τελευταία γυναίκα, που κάνει, φιγούρες, ενώ κι άλλοι είναι πιασμένοι από τους βραχίονες (αγκαζέ). Ο χορός αυτός, έτσι όπως αποδίδεται ως μορφή στον πίνακα αυτό, θέλει να ομοιάζει με τον με βάση τα πρωτόκολλα καταγραμμένο χορό Αγέρανο της Πάρου στο χωριό Λεύκες.
Η L. Lawler (1985), ενώ αναφέρεται αρχικά στις ίδιες πηγές και κείμενα που επικαλείται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, και ο Αντ. Κεραμόπουλος (Πλούταρχο και Πολυδεύκη), προσθέτει: «Ο Ευστάθιος συνδέει οπωσδήποτε το γερανό με τον Ομηρικό χορό (Ιλιάδα 18, 590-606) από νέους και νέες, καθώς και τους κρητικούς χορούς. Πιστεύει ότι όλοι αυτοί οι χοροί εκτελούνταν αναμίξ, και ότι ο Θησέας ή­ταν ο πρώτος που εισήγαγε αυτό το σχηματισμό στην Ελλάδα. Ένα ελληνικό αγγείο μεγάλης ομορφιάς των αρχών του έκτου αιώνα, το επονομαζόμενο αγγείο του François δείχνει, από τις μορφές της πάνω ταινίας, τo χορό γέρανο με τον αναμίξ σχηματισμό. Ο χορός εκτελείτο στο νησί της Δήλου σ’ όλη την ελληνική περίοδο. Πραγματικά, και σήμερα ακόμα σε πολλά απ’ τα ελληνικά νησιά … Επιγραφές που βρέθηκαν στη Δήλο βεβαιώνουν με αναφορές σε πυρσούς και λυχνίες για τους χορευτές του γέρανου, ότι εκτελείτο τη νύχτα. Όπως και τόσοι άλλοι παλιοί χοροί γονιμότητας, πιθανό να ξεκίνησε σαν μίμηση της ελικοει­δούς πορείας ενός φιδιού. Οι επιγραφές αναφέρουν επίσης ότι οι χορευτές κρατούσαν ρύμους – πολλές αντιφατικές ερμηνείες έ­χουν δοθεί γι’ αυτή τη λέξη. Φαίνεται ότι σημαίνει “σχοινιά”, και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ότι, στην κλασική τουλάχιστον πε­ρίοδο, οι χορευτές να κρατούσαν ένα μακρύ αντικείμενο σαν σχοινί ή σαν γιορντάνι που να υποδηλώνει φίδι».
Ο χορός Γερανός, όπως εικονίζεται στο αγγείο του François
Γέρανος (λεπτομέρεια)Ο χορός Γερανός, όπως εικονίζεται στο αγγείο του François.  (Λεπτομέριες)

Ο Α.  Σπαθάκης (1870) και ο Θ. Βενιζέλος γράφουν:
- «Τοιούτον τινα περιελισσόμενον, ανελισσόμενον και γεράνι πολλαχού της Ελλάδος ονομαζόμενον χορόν, χορεύουσιν έτι και νυν οι κάτοικοι της Ηπείρου, ένθα και ημείς εχορεύαμεν αυτόν».
- «Πολλά των ειδών της αρχαίας ορχηστικής έστιν ευρείν και εν τω παρ’ ημίν χορώ οίον τον των αρχαίων γέρανον χορεύουσι και οι νυν Έλληνες, ούτω πως ως και οι παλαιοί και ον ονομάζουσι πολλαχού και αλλαχού μάλιστα δε εν Ηπείρω γεράνι».
Τέλος ο Στέφ. Ήμελλος (1962-63) υιοθετώντας τις απόψεις που καταγράφονται στις βιβλιογραφικές πηγές που αναφέρθηκαν και ιδιαίτερα του De Guys, της Chenier, του Γρηγορίου του Θεολόγου, του Ανθ. Γαζή και του Σ. Λαμπρίδη, παραθέτει το εξής δικό του συμπέρασμα. «Εν Νάξω ο χορός ούτος ον οι κάτοικοι από Θησέως μέχρι σήμερον φυλάττουσι είναι γνωστός ως Συρτός, χορευόμενος δε προηγείται πάντοτε του καλουμένου Μπάλλου».
Παρατηρούμε λοιπόν, στα παρατεθέντα αποσπάσματα κειμένων, μια εμμονή στην θεωρία περί επιβίωσης του (Α)γέρανου και κυρίως στην ταύτισή του με τον Συρτό χορό (αναφέρεται και ως Ελληνικός, αλλά και ως Ρωμαίικος) και κυρίως αυτόν της Νάξου, ενώ ταυτόχρονα δίνονται στις περιγραφές του στοιχεία τα οποία οδηγούν ως επιβίωση (;) στον σήμερα απαντώμενο πολύμορφο (από χωριό σε χωριό), με πλείστα τραγούδια διαφορετικής μελωδίας τύπου «στα τρία», και σε πλείστες χορευτικές περιστάσεις (απόκριες κ.λπ.), χορό της Πάρου τον καλούμενο Αγέρανο.
Αν εξετάσουμε τις καταγραφές για τον Συρτό χορό, έτσι όπως παρουσιάστηκαν σε βιβλία Ελλήνων συγγραφέων στην Ελλάδα και στην Αμερική, από το 1960 και ύστερα, όπου οι κινήσεις αποτυπώθηκαν με σκίτσα πελμάτων (πατουσών), θα παρατηρήσουμε, εκτός των άλλων, μια πολύ μεγάλη αφαίρεση, δηλ. ότι παρουσιάζεται με μια και μόνο φόρμα, ενώ ως χορός, που έτσι κι αλλιώς χορεύεται σ’ όλη την Ελλάδα παρουσιάζει πολλές και ποικίλες τοπικές φόρμες (Λουτζάκη 1992).
Όταν αναφερόμαστε στο Συρτό χορό μπορούμε να εννοούμε ποικίλους και διαφορετικούς τύπους χορών σε σχέση με τον κινητικό και δομικό συντακτικό.
Αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα:
Συρτός στα τρία στην Ήπειρο, στα τρία στην Θεσσαλία και τον Μωριά, Συρτοκούνητο στην ορεινή Ρούμελη, Συρτούς τύπου στα τρία, όπως ο Ομάλ στον Πόντο, ο Συρτό Χασάπικος στη Θράκη, η Χασαπιά στη Μακεδονία και την Θράκη, ο γρήγορος Χασάπικος στη Μ. Ασία και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου κ.λπ., ο Ίσσος (σταυρωτός) στα Δωδεκάνησα ή άλλους με τοπικά ονόματα σε άλλα νησιά.
Συρτός στα δυο ή στρωτός ή κοφτός ή Πωγωνίσιος στην Ήπειρο, απλά Συρτό στη Μακεδονία ή με ονόματα που προσδιορίζουν τον τύπο -στα δυο- οι τίτλοι των τραγουδιών, Συρτό στη Θράκη ή Συρτό Συγκαθιστό, Συρτό στη νησιωτική Ελλάδα με Χ.Μ. (χορευτικό μοτίβο) έξη (6) ή (12) κινήσεων, Συρτό στην Κρήτη, την Κύπρο. Συρτό Καλαματιανό ή απλά Καλαματιανό σ’ όλη την Ελλάδα, ενώ στην Μακεδονία Συρτό των 7/8.
Μπορούν να κατατεθούν και άλλες δεκάδες τύποι Συρτών χορών απ’ όλη την Ελλάδα, οι οποίοι χορεύονται σε διάφορες και διαφορετικές εθιμικές ή όχι περιστάσεις, με διάφορους και διαφορετικούς τρόπους πιασίματος των χεριών, με διάφορους και διαφορετικούς σκοπούς (τραγούδια ή μελωδίες), με τη συνοδεία διάφορων και διαφορετικών μουσικών οργάνων.
Όλα τα παραπάνω που τόσο άτακτα παρατέθηκαν για να δειχθεί η τεράστια πράγματι ποικιλία απαντώμενων τύπων Συρτού χορού, μπορούν να αποκτήσουν κάποια πιο συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά για να αποδοθεί καλύτερα και η ποικιλία των τύπων, έστω σε δομικό επίπεδο για να καταστεί δυνατή και η σύγκρισή του με τον Αγέρανο χορό παραλείποντας βέβαια τα τόσο σημαντικά και ευτυχώς παρόντα σε πολλά μέρη ακόμα και σήμερα λειτουργικά στοιχεία, τα οποία προσδιορίζουν και το περιεχόμενο του χορού κι επομένως επηρεάζουν και τη μορφή του.
Α. Συρτός στα τρία ή τύπου στα τρία:
Ρυθμικό σχήμα: 4/4/ – 2/4 ή 3/4
Χ.Μ. (χορευτικό μοτίβο = σύνολο κινήσεων): έξη (6) – (8) κινήσεων.
Κ.Μ. (κινητικό μοτίβο = αριθμός κινήσεων σε κάθε Μ.Μ.) = τρία (3). (2/Κ.Μ.) = 2κιν. Χ 3 Κ.Μ. = 6 κινήσεις = 1 Κ.Μ.
Κατηγορία φόρμας ως προς τη χρήση του χρόνου: συμμετρική.
Β. Συρτός στα δυο ή τύπου στα δυο και ένας από τους τύπους Συρτού νησιώτικου:
Ρυθμικό σχήμα: 4/4/ ή 2/4
Χ.Μ.: έξη (6) κινήσεων.
Κ.Μ.: δυο (2). (3/Κ.Μ.) = 3κιν. Χ 2 Κ.Μ. = 6 κινήσεις = 1 Κ.Μ.
Κατηγορία φόρμας ως προς τη χρήση του χρόνου: ασύμμετρη.
Γ. Συρτός και ένας από τους τύπους Συρτού νησιώτικου:
Ρυθμικό σχήμα: 4/4/ ή 2/4
Χ.Μ.: δώδεκα (12) κινήσεων.
Κ.Μ.: τέσσερα (4). (3/Κ.Μ.) = 3κιν. Χ 4 Κ.Μ. = 12 κινήσεις = 1 Κ.Μ.
Κατηγορία φόρμας ως προς τη χρήση του χρόνου: ασύμμετρη.
Δ. Συρτός Καλαματιανός ή Καλαματιανός:
Ρυθμικό σχήμα: 7/8
Χ.Μ.: δώδεκα (12) κινήσεων.
Κ.Μ.: τέσσερα (4). (3/Κ.Μ.) = 3κιν. Χ 4 Κ.Μ. = 12 κινήσεις = 1 Κ.Μ.
Κατηγορία φόρμας ως προς τη χρήση του χρόνου: ασύμμετρη.
Ε. Αγέρανος (Πάρου):
Ρυθμικό σχήμα: 2/4
Χ.Μ.: έξη (6) κινήσεων.
Κ.Μ.: τρία (3). (2/Κ.Μ.) = 2κιν. Χ 3 Κ.Μ. = 6 κινήσεις = 1 Κ.Μ.
Κατηγορία φόρμας ως προς τη χρήση του χρόνου: συμμετρική.
Όπως παρατηρούμε από τα παραπάνω ο χορευτικός του Αγέρανου ανήκει στην κατηγορία των χορών τύπου στα τρία (κατηγορία -Α-), ενώ ο Συρτός της Νάξου στους χορούς τύπου στα δυο (κατηγορία -Β-).
Η παραπάνω παρατήρηση είναι η μόνη που μπορεί να γίνει σ’ αυτή την εργασία προσδιορίζοντας έτσι τους δυο τόπους που αφορούν και στις αναφορές των κειμένων, δηλ. αυτόν της Νάξου για τον Συρτό και τον της Πάρου για τον Αγέρανο μιας και η σύγκριση που γίνεται στα εν λόγω κείμενα κυρίως αφορούν στην κατάθεση του Νάξιου Καθηγητή της Λαογραφίας Στέφ. Ήμμελου.
Β. Πρώτη  ανάγνωση των κειμένων για το  Συρτό, τα οποία προέρχονται από την συμμετοχική παρατήρηση ναξίων συγγραφέων:
«Παλαιότερα ο Συρτός χορός γινότανε  για … προθέρμανση  για τον Μπάλλο και  υπήρχε ένα άτυπο πρωτόκολλο στο χορό. Ο χορός άρχιζε με Συρτό με πρώτον εκείνον που θα συνέχιζε τον πρώτο Μπάλλο και πρώτη ντάμα την “Τιμωμένη” νέα κι ακολουθούσαν ο επόμενος  στη  σειρά  για  Μπάλλο και οι  ντάμες τους» (Χρ. Μουτσόπουλος 1991).
  «Στην αρχή δύο – ή  και πλείονες  άνδρες – χορεύουσι  μόνοι τον εθιζόμενον Συρτόν υπό τον ρυθμόν των μουσικών και μετά μακρόν, έκαστος τούτων καλεί  συγχρορεύτριαν συγγενήν του ή την μνηστήν του, εκ των παρισταμένων κι αφού επαναληφθεί επ’ ολίγον ο Συρτός, οι λοιποί απαχωρίζονται και μένουν το πρώτο ζεύγος το οποίον  αρχίζει τον μολαρητόν…» (Τ. Ζευγώλης 1962).
 «Τον Συρτόν σύρνουν κατ’ αρχάς δύο – τρεις ή και περισσότεροι άνδρες πιασμένοι με μαντήλια από τα χέρια. Έπειτα “κράζουνε”  ο καθένας απ’ αυτούς την γυναίκα, την  οποία θέλει  να  χορεύση. Αν  είναι πολλοί, δια να μη ευρύνεται πολύ ο κύκλος, δεν προσκαλούν όλοι γυναίκες, αλλ’ αφού χορεύσουν οι πρώτοι κράζουνε και  οι τελευταίοι… Πιάνουν και  οι  γυναίκες εις τον Συρτόν. Μόνον οι άνδρες χρησιμοποιούν μαντήλια και χορεύουν. Μετά  από  κάθε  άνδρα  ακολουθεί  μια  γυναίκα  κ.ο.κ.» (Δ. Οικονομίδης 1978).

Συντακτικά χαρακτηριστικά του Συρτού χορού στη Νάξο (καταγραφή από συμμετοχική παρατήρηση) (Σπηλιάκος 1992, 1994, 1999).

- Ο Συρτός χορεύεται πάντοτε σε κύκλο με τον αμπρουστινό να οδηγεί το χορό και τον τελευταίο (τον «κάτω-κάτω») να κλίνει, να «στριφώνει» προς το κέντρο του κύκλου ώστε, ν’ αφήνει χώρο στον αμπρουστινό να κάνει τα «τσαλίμια» του.
- Ο χορευτικός τύπος του Συρτού ακολουθεί την επικρατούσα στην Κυκλαδική πολυνησία μορφή ήτοι:
-        Το πιάσιμο των χορευτών –τριών απ’ τις παλάμες (στο εν λόγω ερευνητικό κέντρο, τη Νάξο, μεσολαβούν μαντήλια),
-        Την χορευτική κυκλική μετακίνηση, προς την δεξιά κατεύθυνση με μέτωπο πάντοτε προς το κέντρο.
-        Τα «βήματα» είναι έξη (τρία δηλ. ολόκληρα) επαναλαμβανόμενα συνεχώς προς την φορά του κύκλου, ενώ το αριστερό πόδι πατάει μια φορά πίσω από το δεξί και δύο εμπρός, χωρίς να ανακόπτεται από άλλα βήματα, μετά το έκτο (όπως στον «Καλαματιανό»).
-        Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως η χορευτική μετακίνηση προς τα δεξιά διακόπτεται, όχι περιοδικά, αλλά σε σχέση με το είδος του τραγουδιού και την επιθυμία του με «επί τόπου» ή «μέσα – έξω» χορευτικές κινήσεις («βήματα»).
- Οι άνδρες χορευτές έχουν πάντοτε μαζί τους μαντήλια, κάτι που σημειώνεται και από τους περιηγητές (Tournefort 1718) (Κυρ. Σιμόπουλος 1988), με τα οποία πιάνονται μεταξύ τους όταν χορεύουν τον πρώτο, αργό, μερακλίδικο Συρτό και στη συνέχεια όταν πιάνονται με τις γυναίκες.
- Τα μαντήλια τα «προβάλλουν» στις γυναίκες όταν τις «κράζουν» (καλούν) να σηκωθούν για να χορέψουν μαζί τους το Συρτό.
- Σε μια παρέα μπορούν να σηκωθούν τέσσεροι-πέντε άνδρες για να ξεκινήσουν τον  Συρτό κι όταν «κράζουν» τις γυναίκες στο χορό, δεν «κράζουν» όλοι, αλλά τόσοι όσοι θα χορέψουν με άνεση στο χώρο που διατίθεται. Έτσι οι υπόλοιποι άνδρες της παρέας θα καλέσουν τις γυναίκες, αφού τελειώσουν το Μπάλλο όλα, το ένα μετά το άλλο, τα ζευγάρια.
- Στην περίπτωση που είναι μεγάλη η παρέα των ανδρών, στον πρώτο Συρτό, σε σχέση με το χώρο, αντί να πιαστούν απ’ τα μαντήλια, πιάνονται από τους ώμους, αλλά περνώντας τα χέρια πίσω απ’ τον αυχένα και ακουμπώντας τα χέρια στον απέναντι ώμο. Αυτό δεν συμβαίνει με τον πρώτο και τελευταίο, έτσι ώστε να μπορούν να κάνουν τα τσαλίμια τους.
- Μερικές φορές πιάνουν στο Συρτό μόνον ένας ή δυο άνδρες και καλούν αμέσως γυναίκα (χωρίς να χορέψουν μόνοι τους στην αρχή αργό Συρτό). την χορεύουν αμέσως για να έχουν άνεση χρόνου να χορέψουν πολλές γυναίκες Μπάλλο.
- Η διάταξη στο Συρτό με τη συμμετοχή των γυναικών είναι αυστηρή. Πρώτα πιάνει πάντοτε άνδρας, δεύτερη γυναίκα μετά Α-Γ-Α-Γ-Γ και τελευταίος πάντοτε άνδρας κι επομένως η ντάμα του τελευταίου είναι δεξιά του.
- Το σχήμα, πρώτος και τελευταίος άνδρας στο Συρτό, είναι θεσμικό.
- Κατά τη διάρκεια του Συρτού ο αμπρουστινός με την γυναίκα που χορεύει δεύτερη, σηκώνουν τα χέρια, που τους συνδέουν, ψηλά, σχηματίζοντες αψίδα και προχωρούν χορεύοντες προς το τέλος κι αφού περάσουν όλοι οι συγχορευτές από κάτω, σχηματοποιούν πάλι τον κύκλο στην αρχική του μορφή.
- Η διάρκεια του Συρτού είναι για μεν τους οργανοπαίχτες 5-10 λεπτά το πολύ, ενώ για τον χορευτή όσο ήθελε».
- Τα παραπάνω μορφολογικά χαρακτηριστικά του Συρτού ισχύουν μόνον για τα πανηγύρια και τα δημόσια γλέντια (Απόκριες, Κυριακές). Στα περιστασιακά δεν υπάρχει τυπικό με τοπικά χαρακτηριστικά.
- Η σειρά στο Συρτό καθορίζεται από τη σειρά που είχε δηλώσει η κάθε παρέα στον λαουτιέρη και είναι άσχετη με την ηλικία ή άλλους εθιμικούς υπερτοπικούς κανόνες. Δυο μόνον είδη σειράς ισχύουν, εθιμικού, κοινωνικού χαρακτήρα.  Αυτή της πρώτης ημέρας του κεντρικού πανηγυριού και των Κυριακών όπου θα παραχωρηθεί η σειρά στους παναϋριανούς, στους ξενικούς τις Κυριακές κι αυτή του γάμου.
- Η καταστρατήγηση της σειράς συνιστά αιτία για φιλονικίες.
- Όταν χορεύει ο τελευταίος χορευτής της συγκεκριμένης παρέας μπορεί στο τέλος δηλ. μετά τη «γυναίκα» (ντάμα) του, να πιάσει άλλος άνδρας από άλλη παρέα με σκοπό να πιάσει την δικιά του σειρά.
Μορφολογικά  χαρακτηριστικά του Συρτού που επηρεάζονται από το τραγούδι και τη μουσική δεν καταγράφονται  στην εργασία αυτή.
 Συζήτηση – Γενικεύσεις
   Σύμφωνα με όλες τις παραπάνω πληροφορίες από τη βιβλιογραφία και τα πρωτόκολλα προκύπτουν τα εξής:
α) Η προσπάθεια του φιλέλληνα «λαογράφου» (Κ. Σιμόπουλος, 1988) De Guys, ο οποίος φιλοξένησε στην δεύτερη έκδοσή του και τις επιστολές της Chenier, να συνδέσει το χορό «Ελληνικό» με τον «Κρητικό», μ’ αυτόν δηλ. που χόρεψε ο Θησέας στη Δήλο επιστρέφοντας από την Κρήτη, τον Γέρανο, με τον Συρτό της Νάξου σε μια εποχή (1748) μόλις 150 χρόνια πριν την πρώτη καταγραφή με βάση τα πρωτόκολλα του χορού στη Νάξο, φαίνεται υπερβολική.
Ο Κ. Σιμόπουλος (1988) αναφερόμενος στον De Guys παρατηρεί ότι στα κείμενα του είχε αποκρυσταλλώσει την γνώμη ότι στην Ελλάδα όλα τα φαινόμενα της σύγχρονης ζωής είχαν ρίζες στο μακρινό παρελθόν, ενώ πολλά από τα πορίσματά του θεωρούνται από τη σημερινή επιστημονική έρευνα απαρχαιωμένα, για να προσθέσει αυστηρά ο Νικ.Πολίτης (1909/10): «Τον λόγον όστις υπαγόρευε την ανάγκην της μεταφράσεως του αποσπάσματος τούτου του βιβλίου του Guys αδυνατούμεν να εννοήσωμεν. Η επιστολή πραγματεύεται προπάντων, περί των αρχαίων ελληνικών χορών ως αρχαιολογική δε πραγματεία, γραφείσα περί τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνος, είναι απηρχαιωμένη ατελεστάτη και εν πλήστοις εσφαλμένη».      
β) Η περιγραφή του Συρτού χορού από τον Ανθ. Γαζή και η κατάθεσή του ως μίμηση Γερανών, βασισμένη στο έργο Θησεύς του Πλούταρχου (κεφ.21), το μόνο στοιχείο που μας δίδει είναι αυτό του τρόπου με τον οποίον πιάνονται οι χορευτές, δηλ. από τις παλάμες, κάτι το οποίο απαντάται ακόμα και σήμερα στους Συρτούς τύπου «στα τρία».
γ) Το ίδιο συμβαίνει και στην ανάλυση την οποίαν επιχειρεί ο Αντ. Κεραμόπουλος (1928) επικαλούμενος το απόσπασμα  από το έργο του Πολυδεύκη, Ονομαστικός (Δ.101), που περιγράφει τον «Αγέρανο» χορό. Εδώ κάνει λόγο για χορό του οποίου τα βήματα προς την φοράν του κύκλου, διακόπτονται περιοδικά από βήματα προς τα αριστερά (τούτο δεν συμβαίνει στο Συρτό της Νάξου). Πιο κάτω δε, συμπληρώνει πως, ο χορός Γέρανος που συνέστησε να χορευτεί από το Λύκειο Ελληνίδων, χορεύτηκε ως «κοινός Συρτός» και όχι ως Γέρανος, δηλ.«δια της αμεταστρόφου προς τα πίσω κατευθύνσεως». Ο «κοινός Συρτός» (δηλ. ο χορός του οποίου τα προς τα δεξιά βήματα δεν διακόπτονται από βήματα προς τα αριστερά) κατά τον Αντ. Κεραμόπουλο, είναι ο Συρτός της Νάξου κι όχι ο Γέρανος.
O Συρτός ως μορφή, μιμητική των Γεράνων, είναι κατανοητή, αλλά η απόδοσή του από τον Guys, την Chenier, τον Riedesel, τον Λαμπρίδη και τον Στ. ΄Ημελλο ως τον Συρτό της Νάξου, ο οποίος μάλιστα χορεύεται «…τελειότατα…», «…πλέον ζωηρώς…» σε σχέση με άλλα μέρη, «…από Θησέως οι κάτοικοι της Νάξου μέχρι σήμερον φυλάττουσιν…» και «…ηγείται του μπάλλου….», φαίνεται τουλάχιστον υπερβολική και αστήρικτη.
δ) Οι παραπομπές του Φ. Κουκουλέ για τον Αγέρανο, οι οποίες αναφέρονται στον ίδιο χορό σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, δεν έχουν σχέση με τον Συρτό της Νάξου, έτσι όπως κατατίθεται στα πρωτόκολλα. Το ίδιο παρατηρείται και με τον Αγέρανο της Πάρου, έτσι όπως, μια μορφή του, αποδίδεται στον πίνακα του Hilaire «Danse Greuqe a Paros». Ο Αγέρανος στην Πάρο είναι χορός αποκριάτικος, αυτόνομος που προσομοιάζει στις περιγραφές των ανωτέρω, αλλά δεν έχει σχέση με τον Συρτό της Πάρου, ο οποίος όπως και στην Νάξο προηγείται του Μπάλλου.
ε) Ο Συρτός χορός της Νάξου περιέχει ένα και μόνο μορφο-κινητικό στοιχείο όμοιο με αυτό των παραπάνω περιγραφών, εκτός από το κοινό σχεδόν σ’ όλους του χορούς κράτημα των χεριών, δηλ. το πέρασμα κάτω από τα χέρια (αψίδα), που σχηματίζουν ο πρώτος με την δεύτερη, όλων των χορευτών του κύκλου, πράγμα το οποίον απαντάται σε χορούς όλης της Ελλάδας.
ζ) Οι χώροι στους οποίους γίνονται οι χοροί των Ναξίων, είτε υπαίθριοι είτε κλειστοί, σε σχέση με την πολεοδομική και αρχιτεκτονική κατάσταση δεν επιτρέπουν κύκλιο χορό με τη συμμετοχή περισσοτέρων των τεσσάρων – έξη, ανάλογα, χορευτών. Η κατάσταση αυτή, είναι όμοια με την ιστορική εποχή που γίνονται όλες αυτές οι αναφορές για τον Γέρανο χορό στη Νάξο.
η) Τέλος, στην περίοδο της Φραγκοκρατίας – Τουρκοκρατίας η μόνη αναφορά κάπως εκτεταμένη για την μουσικοχορευτική κατάσταση της Νάξου γίνεται από τον Ιησουΐτη μοναχό  Ι. Lihtle (Lihtle 1790).  Σ’ αυτήν δεν αναφέρεται ο Αγέρανος ως χορός, παρά μόνον γενικά αναφέρεται ότι οι Νάξιοι «έκαναν ιμβάλλους».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Baud-Bovy, S. (1984). Δοκίμιο για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα: Ναύπλιο.
Lawler,  L. (1946). The Geranos dance – a new interpretation, Transactions of the American Philological Association  77, 112-130.
Lawler, L. (1984). Ο χορός στην αρχαία Ελλάδα (στην ελλην. μτφρ.), Εκπολιτιστικό Σωματείο Ελληνικών χορών, Αθήνα.
Lihtle, Ι. (1790). Ιστορία και περιγραφή της Νάξου. Μτφρ. υπό Γ. Π. Κρέμου, (1891-1894), Απόλλων 78.
Αραβαντινός, Π. (1863). Περί Ορχήσεως, Πανδώρα, 13.
Βενιζέλος, Θ. Περί ιδιωτικού βίου των αρχαίων, σ. 254.
Γαζής, Άνθ. (1908). Λεξικόν Ελληνικόν, Βενετία1.
Ζευγώλης, Τ. (1962). Αντίλαλοι από τα τραγούδια της Νάξου, Αθήνα.
Ζωγράφου, Μ. (1999). Παρελθόν και παρόν: Ο χορός στην Ελλάδα μέσα από τα κείμενα δυτικών περιηγητών και λαογράφων. Πρακτικά 1ου πανελλήνιου συνεδρίου λαϊκού πολιτισμού. Σέρρες, 121.
Ζωγράφου, Μ. (2003). Ο χορός στην Ελληνική παράδοση, Art Work: Αθήνα.
Ήμελλος, Στέφ. (1962-63). Ειδήσεις περί Ελληνικών Χορών Μουσικής παρά τω περιηγητή P. Aug de Guys. Επετηρίδα Λαογραφικού Αρχείου Ακαδημίας Αθηνών, ΙΕ΄ -ΣΤ΄, 149.
Καβακόπουλος, Παντ.  (1979). Ο Συρτός χορός. Πρακτικά Β΄ Συμποσίου Λαογραφίας Ινστιτούτου Μελετών Χερσονήσου Αίμου, 283-289, Θεσσαλονίκη.
Κεραμόπουλος, Αντ. (1928). Η εθνική μας μουσική και η Αφροδίτη της Μήλου. Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος.
Κουκουλές, Φ.  (1950). Βυζαντινός Βίος και Πολιτισμός, (κεφ. Ο ΧΟΡΟΣ) τομ. 5ος,. Αθήνα: Παπαζήσης.
Λαμπρίδης, Ι. (1870). Ζαγοριακά. Αθήνα.
Λαμπροπούλου, Β. (1986). Φιλοσοφία των φύλλων. Οι γυναικείοι χοροί στην αρχαία Ελλάδα και η φιλοσοφία τους. Αθήνα.
Λουτζάκη, Ρένα. (1992). Για μια ανθρωπολογία του χορού. Εθνογραφικά (τόμ. αφιερωματικός: «Ο χορός στην Ελλάδα»). Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, 8ος, 11-46.
Μουτσόπουλος, Χρ. (1991). Παραδοσιακοί σκοποί, τραγούδια και χοροί της Νάξου. Εφημ.  Ναξιακόν Μέλλον φ. 571/45 φιλολ. έκδ., 10-11.
Οικονομίδης, Δ. (1978). Τα τραγούδια και οι χοροί των Ναξίων.  Εφημ.  Ναξιακόν Μέλλον φ. 416/3, φιλολ. έκδ., 1-3.
Πλούταρχος. Θησεύς κεφ. 21.
Πολυδεύκης. Ονομαστικόν (Δ, 101).
Πολίτης, Αλ.  (1984). Η ανακάλυψη των Ελληνικών Δημοτικών τραγουδιών, Θεμέλιο: Αθήνα.
Πολίτης, Νικ. (1909/10). Λαογραφική Επιθεώρηση, Λαογραφία 10.
Σιμόπουλος, Κυρ.  (1985). Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα (1800-1810), τομ. Γ1΄2, Αθήνα.
Σιμόπουλος, Κυρ.  (1988). Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα (1700-1800), τομ. Β΄5, Αθήνα.
Σιμόπουλος, Κυρ.  (1989). Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα (1810-1821), τομ. Γ2΄3, Αθήνα.
Σπαθάκης, Α.  (1870). (Άρθρο αγνώστου τίτλου). Ευαγγελικός Κήρυξ, 451.
Σπηλιάκος, Στ. (1992). Χορευτικά δρώμενα της αποκριάς στη Νάξο. (φουστανελάδες ή κορδελλάτοι). Πρακτικά 6ου Διεθνούς Συνεδρίου της Διεθνούς Οργάνωσης Λαϊκής Τέχνης.
Σπηλιάκος, Στ. (1994). Μια πρώτη προσέγγιση των σχέσεων μεταξύ χορευτικού  έργου και τραγουδιού στα ναξιακά χορευτικά γεγονότα. Αιγαιοπελαγίτικα Θέματα 40.
Σπηλιάκος, Στ.  (1999). Ο Συρτός και ο Μπάλλος στη Νάξο. Συμβολή στη χορολογική έρευνα. Διδακτορική Διατριβή (δακτυλογραφημένη) Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Τσιλιμίγκρα, Κ. (1983). Ο χορός, Μέλισσα: Αθήνα.
Φαράντος, Δ. Γ., (1996). Προλεγόμενα Θεωρίας – Φιλοσοφίας Αθλητισμού, Τελέθριον: Αθήνα.
Ψαρράς, Μ. (1994). Πειρατικές θύμησες από τη Νάξο. Πρακτικά  του Α΄ Πανελληνίου Συνεδρίου με θέμα «Η Νάξος δια μέσου των αιώνων», 779-823.

http://xoroballomata.wordpress.com/2009/05/11/%CE%BF-%CF%83%CF%85%CF%81%CF%84%CF%8C%CF%82-%CF%87%CE%BF%CF%81%CF%8C%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%BD%CE%AC%CE%BE%CE%BF-%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%BA%CE%AE/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου