Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

Η Κική της θάλασσας, του Ταξιάρχη, του Γυαλού, του Ραδιοφώνου, της Αγκαλιάς των Ξένων, του Νησιώτικου, της Ορχήστρας, της Παρέας, της Νεότητας, της Κυρά Άννας, της Βεγγέρας, της Παράδοσης, της Φιλίας, ΤΗΣ ΖΩΝΤΑΝΙΑΣ!!!!! Η Κική όλη την εβδομάδα είναι εδώ,,,,Κυρίως Σήμερα το πρωί και Αύριο στον Top Melody 104.9 12.00 - με.....http://www.e-radio.gr/locations/aegean.el.asp topmelody fm Σαντορίνης!!!Ακούστε την εκπομπή και οι μη Σαντορινιοί Δεν θα χάσουν...Θα κερδίσουν....

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Ο Μάνος Χατζιδάκις για την Παράδοση

Κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι, κάπου μεταξύ 1980 και 1988 -πιθανώς το 1985- απο την έκδοση-συλλογή των κριτικών κειμένων του με τίτλο Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, εκδόσεις Ίκαρος, 1988, έκτη έκδοση 2008.
Και πρώτα απ’όλα, τι θα πει παράδοση; Είν’ τα παιδιά, είναι οι πρόγονοι, είναι συνήθεια, για υποχρέωση; Είναι κάτι που μας παρέχει ασφάλεια, ταυτότητα και σιγουριά, ή εμπόδια, αναστολές και αποθάρρυνση για μια προς τ’άστρα εκτόξευσή μας; Πώς είμαστε τοποθετημένοι απέναντί της, είναι Κυρία, παρθένα ή γριά; Και πώς μας φανερώνεται εντός μας; Με μια εσωτερική διεργασία, από ανάγκη που πολλές φορές μας οδηγεί στο βάθος των πηγών μας, ή από διάθεση να’ μαστε κάτι διαφορετικό, να ξεχωρίζουμε απ’ τους άλλους; Είναι παράδοση οι συνήθειες των πατέρων μας, οι παλιές φωτογραφίες των συγγενών μας, που σκονισμένες χάνονται στα συρτάρια, ή εκείνο το φως που μας αποκαλύπτει, το αποτύπωμα των δακτύλων μας, το περίγραμμα του σώματός μας, η σκιά μας;
Ιδιαίτερα τούτο τον χρόνο που την γιορτάζουμε κι επίσημα, μας ήρθε ο πειρασμός να θέσουμε το ερώτημα: Τι πάει να πει παράδοση;
Στις μέρες μας πολύ γιορτάζονται τα “παραδοσιακά” και προστατεύονται όχι μόνο απ’ τις αρχές, αλλά κι από τους συλλόγους, κι από τα γυμναστήρια, κι από τα κόμματα και τις πολιτικές παρατάξεις. Θα ‘χετε ακούσει πως όλοι σκίζονται να μη χαθεί το πρόσωπό μας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας, και δίχως να ‘χουμε δραχμή αποφασίζουμε τη διατήρηση κάθε σπιτιού και κάθε χώρου, μες στον οποίο κάποιος πρόγονος έζησε, σκέφτηκε ή τέλος πάντων έφτιαξε κάτι. Χώρια που υπάρχουν εκπομπές στην τηλεόραση, όπου καλοδιατηρημένες Κυρίες με οδοντιατρική άρθρωση και συνεχώς δακρύζοντα μάτια, προσπαθούν να μας πείσουν πως κάθε πρόγονος, όλοι οι πρόγονοι, αρκεί να μην είναι κάποιος ζωντανός, υπήρξαν όλοι τους υπέροχοι, γενναίοι και εθνικοί. Και δεν χωράνε αυτά αμφισβήτηση και κριτική. Αποτελούν παράδοση εθνική. Όμως έχουμε και μια διαφορετική παράδοση, πιο προοδευτική. Μες στην οποία ο συμπαθής μας Μουφλουζέλης κάνει περίπατο με τον στρατηγό Μακρυγιάννη, σε ώρες απογευματινές. Ο πατήρ ημών Βαμβακάρης μελοποιεί σε ήχο πλάγιο τη “Γυναίκα της Ζάκυνθος” του Διονύσιου Σολωμού. Και η Μαντώ Μαυρογένους χορεύει βαρύ ζεϊμπέκικο με την Ρόζα Λούξενμπουργκ, την Πασιονάρια ή την Πηνελόπη Δέλτα, ενισχύοντας έτσι το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών.
Και όλ’ αυτά μας συντηρούν τα τελευταία δέκα χρόνια, σ’ ένα εκτυφλωτικό πανόραμα με μολυσμένο αγέρα, μες στον οποίο κινούμεθα όλοι μας, ανώνυμοι κι επώνυμοι, για να συνθέσουμε τελικά μια καινούρια και συγχρονισμένη εθνική φυσιογνωμία, κατάλληλη για αφίσες και γι’ αναγνωστικά σχολείων κατωτάτης εκπαιδεύσεως. Έτσι, λέμε, θα μπούμε στην αιωνία Ευρώπη. Ενώ άλλοι φωνάζουν πως έτσι θα εξαφανιστούμε μες στην μεγάλη Ευρώπη. Σημασία έχει πως είτε χαθούμε, είτε χωθούμε, θα ‘μαστε μέσα στην Ευρώπη. Κι όσο για την φυσιογνωμία, ας αρκεστούμε στην απλή Μεσογειακή. Η ημιμαθής προσήλωση των νέων μας στα “παραδοσιακά” και η χρήση των στοιχείων τους ανεξέλγκτα, μαζί με τις “φιλότιμες προσπάθειες” των “ειδικών καλλιτεχνών του σήμερα” να συνυπάρξει ο Μάρκος Μπότσαρης με τον Γκεβάρα, περιέχουν, αν όχι κίνδυνο, τουλάχιστο κάτι σαν γελοιοποίηση και μια καχυποψία για την εύκολη παρουσία της παράδοσης στα πόδια μας. Συγχρόνως δε, αποτελεί κι αναστολή για κάθε σοβαρότερη προσπάθειά μας να βγούμε απ’ τ’ αδιέξοδο των καιρών, σαν σύνολο, σαν έθνος και σαν άτομα.
Γιατί, να πούμε την αλήθεια, η αφελής υπενθύμιση της εκ παραδόσεως αρετής μας και της παραδοσιακής γραφικής ιδιοτυπίας μας, αν δεν προκαλεί θυμηδία, τουλάχιστον ενισχύει τον τουρισμό, είναι εμπορεύσιμη, που λένε, και στοχεύει στο να ενισχύσει το εθνικό μας φρόνημα. Άλλο, αν με το εμπόριο του γραφικού εκπορνεύετεαι η εθνική μας ευαισθησία και με την συνεχή πλύση εγκεφάλου περί του εθνικού, διαβρώνεται η ψυχικότητά μας και η πνευματική αντοχή μας.
Αλλά τι γίνεται με την αυθαιρεσία των ασυμβίβαστων και επαναστατημένων νεολαίων, που ανακαλύπτουν απαίδευτες προεκτάσεις ηρώων και γεγονότων του καιρού μας μέσα στην τοπική παράδοση; Πως ν’ αντιδράσει κανείς στις αφελείς δια λόγου ερμηνείες των ποιητικών κειμένων, και στην ακόμη αφελέστερη μουσική τους κάλυψη; Στ’ αλήθεια, είναι παιδεία σήμερα να ερμηνεύει η Ρόζα Εσκενάζυ καθυστερημένα και λυπητερά τους προπολεμικούς και ανώνυμους ρεμπέτες, πλάι σε μεγαλοφάνταστα κι ακόμη αφελέστερα μελωδικά ντυσίματα των λόγων του Μακρυγιάννη ή του Σεφέρη ή του Καβάφη; Κι αυτό είναι παράδοση! Και στ’ όνομά της φυσικά λειτουργεί μια καλοστημένη μηχανή που μας εξουθενώνει. Κι όμως όποιος σκέπτεται και όποιος έχει τουλάχιστον την πρόσφατη συνέχεια του τόπου μέσα του, είναι σε θέση ν’ αντιληφθεί πως το μόνο που δεν μας χρειάζεται πια είναι το γραφικό, η παράσταση, οι αλλοτινές συνήθειες. Γιατί όλ’ αυτά δεν μας ενώνουν με τους προγόνους μας, αν δεν τους έχουμε ήδη μέσα μας, τοποθετημένους ανεξίτηλα. Και γεννιέται πάλι ένα άλλο ερώτημα. Πόσο μας είναι η παρουσία τους χρήσιμη εντός μας; Και ιδιαίτερα σε τούτους τους καιρούς; Γιατί οι νεκροί, ως γνωστόν, μας συγκρατούν από το κακό, αλλά και μας κρατάνε δέσμιους στη Γη, δεν μας αφήνουν να πετάμε αν δεν τους αρνηθούμε. Χωρίς πάλι αυτό να σημαίνει πως έχουμε ανάγκη από μια χωρίς όρια παρουσία τους. Όταν μετά τον πόλεμο ο Πικιώνης με μαθητές του τοποθετούσε με περίσσια προσοχή το ένα πετραδάκι πλάι στο άλλο στου Λουμπαρδιάρη, ο Ελύτης είχε κιόλας ανακαλύψει, με την βοήθεια της Μαρίνας και της Ελένης του, το Αιγαίο, ο Εγγονόπουλος τα σπίτια των Ιωαννίνων κι ο Μόραλης με τον Νικολάου τις πόρτες και τα παραθύρια της Αίγινας και του Πόρου. Ο Σικελιανός έκανε παρέα με τον Σωτήρη τον Σπαθάρη στην Κηφισιά κι ο Καζαντζάκης έγραφε την “Ασκητική” του απομονωμένος στην Αίγινα. Τότες κι εγώ, γνήσιο παιδί εκείνου του καιρού, πρωτοανεκάλυπτα χωρίς μεθύσια και ναρκωτικά, μονάχα με βαρύ γλυκό, τον Μάρκο, τον Τσιτσάνη και τον Δασκαλάκη. Πριν τριανταπέντε χρόνια…
Να μην ξεχνάμε επίσης πως η χώρα ήταν κατεστραμμένη απ’ τον πόλεμο, την κατοχή και τους Γερμανούς και το επίσημο ελληνικό κράτος εκείνου του καιρού χτυπούσε κάθε τόσο ένα τεράστιο γκονγκ από το ραδιόφωνο για να μας θυμίζει, με βροντερή φωνή, πως είμαστε τριών χιλιάδων χρονών γέροι, λες κι ήταν φάρμακο ή συνταγή για ανοικοδόμηση. Έτσι λοιπόν γεννήθηκε η ανάγκη για ό,τι μικρό, αληθινό και ταπεινό: αντίδραση υγιής, των φωτισμένων, στον φανφαρονισμό και στον επίσημο και προγονόπληκτο σκοταδισμό. Το γραφικό υπήρξεν απαραίτητο. Με μόνη διαφορά, πως δεν επρόφθασε να γίνει ουσία και να ξεπεραστεί μέσ’ από διεργασίες πνευματικές. Άρχισε ο τουρισμός, η καλοπέραση και το εμπόριο. Υποχρεωθήκαμε να φορέσουμε τις εθνικές στολές και να χορέψουμε τον Καλαματιανό για Γάλλους, Άγγλους και Γερμανούς. Να φωτογραφηθούμε με σπασμένες κολώνες και να μιλήσουμε αρχαία σε αγγλική μετάφραση. Έτσι σήμερα ζούμε την τόσο συγκεχυμένη σχέση μας με την παράδοση. Όλα τα θεωρούμε απαραίτητα, για να μπορέσουμε στο μέλλον να συμπληρώσουμε πιστοποιητικά καταγωγής. Κι ακούγεται παντού το κάπως φαρισαϊκό μας αίτημα. Η Ταυτότητα. Να μην χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα. Αλλά κανείς δεν επιχειρεί να διευκρινίσει ποια στοιχεία ακριβώς συνθέτουν την ταυτότητά μας, για να φροντίσουμε να τα μαζέψουμε και να την προφυλάξουμε επιμελώς μέσα σε πλαστική ή δερμάτινη θήκη. Και τέλος, μας είναι πράγματι απαραίτητη, με τα στοιχεία του παρελθόντος; Αρχίζω επίσης ν’αμφιβάλλω.
Κείνο που νιώθω σίγουρα μέσα μου είναι μια φυσική απέχθεια σ’ ό,τι χρειάζεται παράσταση, σε ό,τι γραφικό. Δεν με ενδιαφέρουν οι συνήθειες του πατέρα μου και των λοιπών συγγενών, παρά μόνο στο ποσοστό που συντηρούνται μέσα μου και μ’ εξυπηρετούν στο σήμερα. Κι αν αυτό που περιέχω είναι μια ένδειξη ελληνικής παράδοσης, τότε καλώς να υπάρξει. Γιατί δεν μ’ αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότες πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση, είναι κι αυτή γνησίως ελληνική.
Με δυο λόγια το θέμα μας είναι: Υπάρχει στον καιρό μας μια υπερβολική και αυθαίρετη χρήση της έννοιας παράδοση. Δημιουργούμε παραστάσεις και αποτυπώνουμε τις έγχρωμες φωτογραφίες στη μνήμη των προγόνων μας. Μπερδεύουμε τους Ήρωες και το περιεχόμενό τους και τους κάνουμε να ζουν δισδιάστατα όπως στον Καραγκιόζη ο Μέγας Αλέξανδρος με τον Βεζύρη. Και οι δυο μεγαλόπρεποι και συμπαθείς. Μας εκστασιάζει ο τσάμικος μέσα σε ντισκοτέκ. Είμαστε σε θέση λοιπόν να βρούμε την αληθινή ροή μαας μες στους καιρούς που έρχονται, για να δεχθούμε κάποτε μια οδυνηρή πραγματικότητα σαν την μόνη αλήθεια; Ποιά είναι τα ηθικά στοιχεία μέσα απ’ την παράδοση για να τα συλλέξουμε και πως θα επιτευχθεί η απόρριψη του γραφικού;
Σας τα παραδίδω και συγχωρέστε μου που δεν υπήρξα πιο μεθοδικός στην τοποθέτηση του θέματος. Διαθέτω βλέπετε ποιητική ιδιοσυγκρασία που μου απαγορεύει την ομαλή δομή.


http://xefteri.wordpress.com/2010/07/29/%CE%BF-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CF%87%CE%B1%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%B4%CE%AC%CE%BA%CE%B9%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%BF%CF%83%CE%B7/#more-635

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα τραγούδια μας....

http://asteroid2.blogspot.com/2010/07/blog-post_26.html

Αρμενάκι, είμαι κυρά μου, πάρε με, έλα πάρε με, σε νησιώτικο λιμάνι βγάλε με... πάρε με, βράδυ καλοκαιρινό, καθώς θα κάθομαι ήσυχα, κάτω από την φωτισμένη Ακρόπολη,



στα ριζά των Αέρηδων


και θα ονειρεύομαι θάλασσες, καθώς θα ονειρεύομαι χρώματα, μονάχα μπλε και άσπρα - τέτοια χρώματα μονάχα έχουν τα όνειρά μου εμένα - πάρε με, λοιπόν, ταξίδεψέ με, με ήχους, ήχους από κύματα, που σπάνε στους βράχους, που ακουμπάνε γλυκά στις αμμουδιές, ήχους από σαμπούνες



κι ήχους από τουμπάκια


ήχους από λαγούτα



κι ήχους από σουραύλια, ήχους που έρχονται από χρόνια παλιά και ξαποσταίνουν για λίγο μαζί μας, ήχους, που δεν παύουν ποτέ, μα συνεχίζουν το ταξίδι τους στο χρόνο, στο μέλλον, να, σαν τις γενιές, που διαδέχονται η μια την άλλη, σαν τα παιδιά, που στηρίζονται γερά στο ένα τους πόδι κι απλώνουν το χέρι, αρπάζουν την σκυτάλη και συνεχίζουν, συνεχίζουν από κει, που αφήσανε οι προηγούμενοι το τραγούδι, τις μουσικές, την αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους, τον ήλιο, το χώμα, το νερό, τον αέρα, την αρμύρα, την αιώνια μήτρα, το Αρχιπέλαγος, που το λέγαν Αιγαίο, που πάντα θα το λένε Αιγαίο, όσοι αιώνες κι άνθρωποι κι αν περάσουν...



Ήτανε το βράδυ της Τετάρτης 21 Ιουλίου, στην μικρή αυλή του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων του πρωτοπόρου Φοίβου Ανωγειανάκη, στην Πλάκα, δίπλα στους Αέρηδες. Ήτανε βράδυ ζεστό κι αργόσυρτο, τότε που συντελέσθηκε το θαύμα. Άνθρωποι, πούχαν ακούσει τον τελάλη της "ΑΛΛΗΣ ΟΧΘΗΣ"  να προσκαλεί, μαζεύτηκαν από νωρίς και ταξίδεψαν ανάλαφρα , πάνω σε φτερούγες ήχων γλυκών, οικείων ήχων, ήχων από όργανα λαϊκά του Αιγαίου







και ήχων από φωνές, νεανικές φωνές, όμορφες φωνές, φωνές αντρίκιες



που τραγουδάγανε για τις αγάπες τους...



 γιατί οι άντρες, ξέρετε μονάχα όταν τραγουδάμε, μιλάμε για τις αγάπες μας, αλλιώς σωπαίνουμε, τ' αφήνουμε όλα να αιωρούνται, μετέωρα στον αέρα όλα, σαν να διστάζουν και σαν να υπονοούνται και νάναι έτοιμα να χαθούν στα σύννεφα ή να διαλυθούν και να γίνουν ένα τίποτε...



αλλά πάνω στο τραγούδι, τα λέμε όλα τα λόγια τα μεγάλα, αυτά πιου θα θέλαμε κι αυτά, που δεν θα θέλαμε να πούμε, τις αλήθειες της ψυχής μας και της καρδιάς...



όπως και πάνω στον χορό βγάζουμε την χαρά και τον πόνο της αγάπης, τον λεβέντικο πόνο, που όρθιος υποφέρει, όρθιος κουβαλάει την πίκρα της προδοσίας, της εγκατάλειψης...




Ήτανε ζεστό το βράδυ, ναι, αλλά δρόσισε με τις μουσικές και τα τραγούδια των μουσικών, πούρθανε για την βραδυά της Σαμπούνας στην Αθήνα από την Σέριφο, την Τζιά, την Σάμο, την Κάλυμνο. Μουσικών παλιών



αλλά κυρίως μουσικών νέων







κι ακόμα πιο νέων, πολύ νέων, να... όπως ο Παναγιώτης από την Σέριφο, που παίζει στα 11 το σουραύλι



και τον κοιτά από δίπλα περήφανος ο παππούς με το τουμπάκι



και τον ζηλεύει η πιτσιρίκα η αδελφή του



 που βιάζεται να το μάθει κι αυτή, ν' ανέβει στην σκηνή, να του πάρει τα πρωτεία, έτοιμη είναι...



"Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας", μας παραδίδει ο Σεφέρης... αλλά πολλών, ίσως και περισσότερων,  ανθρώπων παιδιά είναι και τα τραγούδια κι οι μουσικές μας, έτσι που περνάνε από χείλη σε χείλη κι από καρδιά σ' άλλη καρδιά και τ' ακούμε και τα τραγουδάμε και τα χορεύουμε κι είναι τότε ακριβώς που γεμίζουμε ελπίδα για τον κόσμο αυτό και τα παιδιά μας, ναι, ελπίδα ή ακόμα και βεβαιότητα, μεθυστική βεβαιότητα πως δεν περνάμε έτσι από τον κόσμο αυτό, δίχως τεκμήρια και μαρτυρίες πως, ναι, ήμασταν κι εμείς κάποτε εδώ... περάσαμε από 'δω, αφήσαμε ψιθύρους και λόγια και μελωδίες και μουσικές και χορούς, αφήσαμε ίχνη, ίχνη από χαρές αγάπης και από πόνους έρωτα, δάκρυα κι αναφυλλητά πόθων ανεκπλήρωτων κι ανατριχίλες από λαχτάρες, που δικαιώθηκαν, ίχνη σαν όλων των ανθρώπων τα ίχνη, ίχνη, που πάνω τους θα πατήσουν -  τι θα; - να πατούνε κιόλας, για να πορευθούνε και να συνεχίσουν στον αιώνα τον άπαντα, στον κόσμο αυτόν τον δικό μας, τον μικρό και μέγα μαζί...




   


                 

Εκπομπη αφιερωμένη στον Δημήτρη Οικονομίδη

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Δημήτριος Β Οικονομίδης... ο Έλληνας Νέστορας της λαογραφίας

 Από τα www.xoroballomata.wordpress.com του Φίλου Συνοδοιπόρυ και Δασκάλου Σταύρου Σπηλιάκου

“ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΟ” (Μανόλης Γ. Βαρβούνης – Μανοόλης Γ. Σέργης)
“Ο καθηγητής Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ο «Νέστωρ» της ελληνικής Λαογραφίας, γεννήθηκε το 1909 στην Απείρανθο της Νάξου, όπου, στα πλαίσια της οικογένειας και της τοπικής κοινωνίας, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τις αξίες του λαϊκού πολιτισμού μας. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου παρακολούθησε και τα πρώτα μαθήματα Λαογραφίας, και υπηρέτησε την Μέση Εκπαίδευση, ως φιλόλογος, σε σχολεία της ελληνικής επαρχίας, αλλά και επί μία δεκαετία (1936-1946) στη Ρουμανία, στο Γυμνάσιο της ελληνικής κοινότητας Βουκουρεστίου.
Στο Βουκουρέστι είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τη ρουμανική, και τη βαλκανική ευρύτερα, βιβλιογραφία και Λαογραφία, ώστε να γνωρίσει τον βαλκανικό λαϊκό πολιτισμό και να συνδεθεί με αρκετούς βαλκάνιους συναδέλφους του. Οι γνωριμίες και οι γνώσεις του αυτές αξιοποιήθηκαν με τον καλλίτερο δυ­νατό τρόπο αργότερα, στο καθαυτό λαογραφικό επιστημονικό έργο του, το οποίο ωστόσο είχε ξεκινήσει με ιστορικά, φιλολογικά και λαογραφικά δημοσι­εύματα ήδη από τα χρόνια της παραμονής του στη Ρουμανία.
Το 1946 επέστρεψε στην Ελλάδα και προσλήφθηκε, ως Συντάκτης, στο τότε Λαογραφικό Αρχείο – το σημερινό Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Συνεχίζοντας τις επιτόπιες καταγραφές και την ερευνητική δράση του, το 1952 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την διατριβή του «Τα ελληνικά δημώδη βιβλία και η επίδρασις αυτών επί του πνευματικού βίου του ρουμανικού λαού». Με ακαταπόνητη και άοκνη εργασία, το 1961 εκλέγεται Υφηγητής της Λαογραφίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την εναίσιμη επί υφηγεσία διατριβή του «”Χρονογράφου” του Δωροθέου τα λαογραφικά», που δημοσιεύ­θηκε σε δύο συνέχειες, στους 18ο (1959) και 19ο (1960-1961) τόμους του πε­ριοδικού Λαογραφία.
Έκτοτε, ο Δ. Β. Οικονομίδης δημοσίευσε δεκάδες επιστημονικών μελετημά­των, βιβλιοκρισιών, ιστορικών σπουδών και φιλολογικών αναλύσεων, όπως οι μελέτες του για το όνομα και την ονοματοθεσία στον ελληνικό λαό (1962), για την λαϊκή ορολογία του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού (1969), για την κοι­νωνική θέση της Ελληνίδας στον λαϊκό πολιτισμό (1973), αλλά και θεωρητικά κείμενα για την έννοια και τον σκοπό της Λαογραφίας (1977) και την σπουδαία και χρηστικότατη βιβλιογραφία της ελληνικής Λαογραφίας, των ετών 1800-1906 (1975). Οι μελέτες του αυτές αποτελούν φωτεινό παράδειγμα της παραδο­σιακής ακαδημαϊκής λαογραφίας μας και βάση για την ανάλογη επιστημονική ενασχόλιση νεότερων ερευνητών.
Το 1969 εξελέγη Διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογρα­φίας, της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ παράλληλα δίδασκε, ως Εντεταλμένος Υφη­γητής, μαθήματα Λαογραφίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθη­νών. Η επίστεψη της μακράς και γόνιμης σταδιοδρομίας του ήρθε το 1973, με την εκλογή του ως Τακτικού Καθηγητή στην έδρα Λαογραφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε ως το 1975, οπότε και αποχώ­ρησε, καταληφθείς από το όριο ηλικίας. Έκτοτε συνέχισε την ερευνητική και συγγραφική δράση του, δημοσιεύοντας πολλά και μεστά επιστημονικά μελετή­ματα, αδιάκοπα μέχρι σήμερα.
Ο καθηγητής Οικονομίδης, με το μεγάλο και στιβαρό έργο του, μας δείχνει ανάγλυφα τη σχέση της Λαογραφίας με το παρελθόν, το δρόμο δηλαδή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιστορική Λαογραφία. Ουσιαστικά ακολουθεί την ιστορικοσυγκριτική μέθοδο του πατέρα της ελληνικής Λαογραφίας Ν.Γ. Πολίτη, το συγκριτικό σκέλος της οποίας εντοπίζει κυρίως στα βαλκανικά και δευτερευόντως στα ευρωπαϊκά εθνογραφικά παράλληλα. Αν κάτι προσδιορίζει ωστόσο τις μελέ­τες του, αυτό είναι το πρώτο, το ιστορικό σκέλος της μεθόδου που ακολουθεί, αφού η καλή γνώση των πηγών και η μεγάλη φιλολογική του εμπειρία, του επι­τρέπουν να κινείται σε κείμενα διαφόρων εποχών, ανιχνεύοντας και τεκμηριώνο­ντας απ’ αυτές, που αποτέλεσαν αντικείμενο και των πρώτων λαογράφων, για να εκληφθούν αργότερα ως ψόγος από τους «ανθρωπολογίζοντες» ομοτέχνους μας.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστηρίζαμε ότι δεν υπάρχει ούτε μία μελέτη του, που να μη δείχνει όλον αυτόν τον φιλολογικό οπλισμό, και να μην παρουσιάζει ανάγλυφα τα σημάδια της ιστορικοσυγκριτικής μεθόδου. Αποκορύφωμα της τά­σης αυτής αποτελεί η εκτενής μελέτη του με τίτλο «”Χρονογράφου” του Δωρο­θέου τα λαογραφικά», δημοσιευμένη, όπως προειπώθηκε, στο περιοδικό Λαο­γραφία. Με βάση τις δημώδεις χρονογραφίες της υστεροβυζαντινής και της μεταβυζαντινής περιόδου, ο συγγραφέας εντοπίζει και μελετά ιστορικά μια σειρά λα­ογραφικών στοιχείων, που εν μέρει επιζούν μέχρι σήμερα, δείχνοντας μας την καταγωγή και την προέλευση τους. Πρόκειται για ένα σπουδαίο έργο (όπως φαί­νεται από το πλήθος των παραπομπών που του αφιερώνονται σε νεότερα μελε­τήματα της λαογραφικής βιβλιογραφίας μας), το οποίο διδάσκει μεθοδολογικά και παραδειγματίζει με την αξιομνημόνευτη καλλιέπεια των διατυπώσεων του.
Ανάλογες τάσεις, όπως ήδη διαπιστώθηκε, απαντούν και σε πολλές άλλες δημοσιεύσεις του καθηγητή Δ. Β. Οικονομίδη. Ενδεικτικά αναφέρονται οι μελέ­τες του για την τύχη στην προφορική παράδοση του ελληνικού λαού [Λαογρα­φία 58 (1972), σ. 3-26] και για τον θρήνο του νεκρού, το μοιρολόγι και την εθι­μοτυπία του [Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας 18-19 (1965-1966), σ. 11-40], όπου τα σύγχρονα λαογραφικά παραδείγματα ερμηνεύονται και δια­φωτίζονται μέσω συγκρίσεων προ5 ανάλογες μορφές, που παραδίδονται από πηγέ5 και κείμενα της ελληνικής γραμματείας, διαχρονικά. Στην ίδια άλλωστε κατεύθυνση κινείται και η διδακτορική διατριβή του Εμμ. Παπαδάκη, την οποία ο καθηγητής Οικονομίδης εισηγήθηκε προς την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπι­στημίου Αθηνών, μαζί με τον καθηγητή Αθ. Κομίνη, το 1975 και με τον χαρα­κτηριστικό τίτλο «Μορφαί του λαϊκού πολιτισμού της Κρήτης του 15ου και 16ου αιώνος κατά τας γραμματειακάς πηγάς» (Αθήνα 1976, σελίδες 206).
Αν δεχτούμε ότι τα έργα των μαθητών απηχούν, ως ένα τουλάχιστον βαθμό, αρχές και «χειραγώγηση» των δασκάλων τους, τότε στο έργο αυτό, πίσω από την ιστορική μέθοδο και προσέγγιση του συγγραφέα, ίσως μπορούμε να δια­γνώσουμε και την παρουσία του λαογράφου, ενός εκ των εισηγητών της διατρι­βής. Η πλήρης εκμετάλλευση των λαογραφικών πληροφοριών των γραμματει­ακών πηγών που εξετάζονται, δείχνει το στιβαρό επιστημονικό χέρι του καθηγη­τή Οικονομίδη, που οδήγησε τα επιστημονικά βήματα του συγγραφέα.
Το 1997 και το 1998 ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» εξέδω­σε δύο τόμους υπό τον κοινό τίτλο «Εθνολογικά – Λαογραφικά» (α’ τόμος: 263 σελίδες, β’ τόμος: 375 σελίδες), όπου συγκεντρώνονται μικρά μελετήματα του Δ. Β. Οικονομίδη, μεγάλο μέρος των οποίων πρωτοδημοσιεύθηκαν ως επιφυλ­λίδες ημερήσιας απογευματινής εφημερίδας των Αθηνών. Η ιστορικοσυγκριτική μεθοδολογία αποτελεί τον κορμό, γύρω από τον οποίο χτίζονται και δομούνται τα κείμενα αυτά. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, ο συγγραφέας δεν περιορί­ζεται στα λαογραφικά θέματα, αλλά παρέχει ευρύτερες εικόνες ζωής και πνευ­ματικής δημιουργίας (π.χ. στα σχετικά με την πνευματική ζωή της τουρκοκρα­τούμενης Θράκης: α’ τόμος, σ. 102 – 122, τα σχετικά με τα απόκρυφα και τα λαϊκά κείμενα: α’ τόμοι, σ. 150 – 162, τον βογομιλισμό και τις λαϊκές παραδόσεις: α’ τόμος, σ. 207-224, τα προνόμια και τις κοινότητες της τουρκοκρατίας: β’ τόμος, σ. 69 – 74, τους Μακεδόνες στην Αυστροουγγαρία: β’ τόμος, σ. 135 – 163, τον νεοελληνικό διαφωτισμό β’ τόμο5, σ. 355 – 374 κ.λπ.).Έτσι, ο καθηγητής Οικονομίδης συνεχίζει να διδάσκει και μακριά από το πανεπιστημιακό βήμα, δια των κειμένων του, ενώ μας δείχνει τη βαθιά φιλολογική γνώση και την ιστορική του κατάρτιση, που τον βοηθούν να εντάσσει τα θέματα του στο σωστό περι­βάλλον και να τα ερμηνεύει ιστορικά.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ο τρόπος αυτός επιστημονικής λαογραφικής εργασίας δεν είναι πια δημοφιλής ανάμεσα στους νεότερους λαογράφους μας, γιατί απαιτεί φιλολογική κατάρτιση όχι τυχαία, εξοικείωση με τα κείμενα, εντρύφηση στις πηγές και αρχαιογνωσία, ειδικεύσεις που αποκτούνται με μόχθο, και οπωσδήποτε είναι δυσκολότερες από την απλή «μεταφορά» ξένων θεωρητικών σχημάτων. Οι λαογραφικές σπουδές αποκτούν ολοένα και πιο εμφανείς κοινωνικούς προσανατολισμούς, και αυτό είναι ορθό και επιβεβλημένο, κακώς όμως συνδυάζεται με την απομάκρυνση από τις πηγές, χωρίς τις οποίες η ιστορική προοπτική της λαογραφικής μεθόδου καταντά κενό γράμμα. Η εγκατάλειψη της ιστορικής θεώρησης των λαογραφικών φαινομένων μπορεί να δείχνει τη λαογραφία πιο «μοντέρνα», δεν ανταποκρίνεται όμως με την ίδια τη φύση των πραγμάτων και το ιστορικό βάθος των δεδομένων της Λαογραφίας. Γι’ αυτό άλ­ωστε και ο καθηγητής Μ.Γ. Μερακλής έχει γράψει για την ιστορικότητα των λαο­γραφικών φαινομένων, και για την κοινωνικοϊστορική μέθοδο, με την οποία πρέ­πει να γίνεται η προσέγγιση και η μελέτη τους.
Την ευκολία και την έλλειψη εφοδίων έρχεται να συμπληρώσει και η έννοια του σύγχρονου, αφού η Ανθρωπολογία των καιρών μας αντιμετωπίζει την ιστορική λαογραφία ως την προεπιστημονική αμέθοδη κληρονομιά της, προσπαθώντας ουσιαστικά να σφετεριστεί το αντικείμενο και τα επιτεύγματα της.
Κι έτσι, εφαρμόζει η ίδια στην πράξη αυτό που κατηγορεί στη Λαογραφία, την επιλεκτική δηλαδή μελέτη και χρήση δεδομένων. Ο φόβος του «ανθρωπολογικού ψόγου», που επικρέμαται σε κάθε προσπάθεια ιστορικοσυγκριτικής μελέ­της, οδηγεί πολλούς λαογράφους να «κοινωνιολογίζουν» και να «εθνολογίζουν», αποποιούμενοι κάποτε και την ίδια την ιδιότητα του λαογράφου· γι’ αυτά όμως θα γίνει ειδικότερος λόγος αλλού. Ό,τι εδώ μας ενδιαφέρει είναι ότι τα κεί­μενα του καθηγητή Οικονομίδη φαίνονται ως νησίδες μέσα στο πέλαγος μελε­τών, οι συντάκτες των οποίων δείχνουν να ξεχνούν το επιστημονικό παρελθόν της επιστήμης τους, ή ακόμη και να ντρέπονται γι’ αυτό.
Οι μελέτες του Δ.Β. Οικονομίδη δείχνουν, σε όποιον μπορεί να διαβάσει και πίσω από τις αράδες τους, ότι π λαογραφία είναι και η ιστορία της καθημερινότητας. Πέρα από επιστπμονικές συμβολές και από αποδείξεις της σοφίας του συγγρα­φέα τους, αποτελούν και μεθοδολογικό υπόδειγμα, για όποιον θα ήθελε να ασχοληθεί με την ιστορική – ή αρχαιολογική – Λαογραφία μας, έναν κλάδο της επιστήμης μας με μεγάλο παρελθόν και με σημαντικές προοπτικές για το μέλλον, ιδίως αν οι πληροφορίες των πηγών εξεταστούν και με μια γενικότερα κοινωνική προοπτική, στο πλαίσιο της κοινωνικοϊτορικής μεθόδου που προαναφέρθηκε.
Ο Δ.Β. Οικονομίδης, πέρα από τις επιμέρους πραγματεύσεις των κειμένων ή των ζητημάτων που τον απασχολούν, μας δείχνει ότι ο λαογράφος δεν πρέπει να ξεχνά και τις φιλολογικές ρίζες του, αφού η ιστορική θεώρηση του υλικού του τον διαφοροποιεί και από άλλους, συναφείς κλάδους του επιστητού. Η σχέ­ση του αυτή με την ιστορική λαογραφία, αποτυπωμένη θεωρητικά και στο μελέτημά του για την ιστορία της επιστήμης μας [«Συμβολή εις την ιστορίαν της ελληνικής λαογραφίας», Λαογραφία 35 (1987 -1989), σ. 11 - 86], στηρίζεται στην πραγματικότητα της ιστορικότητας του ελληνικού λαού και των έργων του, που υποστηρίχθηκε με πάθος απ’ όλους τους σημαντικούς λαογράφους μας, με εξέχοντες τον Ν.Γ. Πολίτη, τον Στίλπ. Κυριακίδη και τον Γ. Μέγα, αλλά και τους Γ.Κ. Σπυριδάκη, Δ.Α. Πετρόπουλο και Δ.Σ. Δουκάτο, για να μείνουμε στις προηγούμενες γενιές των ελλήνων λαογράφων.
Γράφει σχετικά ο ίδιος ο καθηγητής Οικονομίδης, τεκμηριώνοντας θεωρητικά τη σχέση του προς την ιστορική λαογραφία [α' «Έννοια και σκοπός της Λαογρα­φίας», Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας 24 (1975 - 1976), σ. 37]: «Είναι φυσικόν, η έρευνα των ποικίλων φαινομένων του βίου του λαού τούτου μετά την παράθεσιν και την περιγραφήν αυτών ν’ ανατρέχει εις το παρελθόν, χρησιμοποιούσα την ιστορικήν φιλολογικήν μέθοδον, χωρίς βεβαίως να μεταβάλει την Λαογραφίαν εις Ιστο­ρίαν… Εν τη πράξει λοιπόν ουδείς εκ των τριών τούτων ερευνητών (ενν. τους Ν. Γ. Πολί­τη, Στ. Κυριακίδη και Γ. Μέγα) μεταβάλλει την Λαογραφίαν εις επιστήμην ιστορικήν, ψυχολογικήν ή κλάδον της ιστορίας του πολιτισμού». Οι απόψεις αυτές δείχνουν το θεωρητικό υπόβαθρο του έργου του και στηρίζουν τις επιλογές του έναντι όσων διστάζουν να ομολογήσουν το φιλολογικό τους παρελθόν ή τις μακραίωνες ιστορικές καταβολές του αντικειμένου της επιστήμης τους.
Τόσο οι παλαιότερες μελέτες του, όπως τα «Απεραθίτικα λαογραφικά σύμμει­κτα» (1940) ή «Ο «Ερωτόκριτος» εις την Ρουμανίαν» (1948), όσο και τα νεότερα συγκεντρωτικά έργα του, όπως τα βιβλία «Εθνολογικά – Λαογραφικά», τόμοι 1 (1997) και 2 (1998), «Από τα δημοτικά μας τραγούδια», τόμος 1 (1997) και «Ιστορικοφιλολογικά» (2003), δείχνουν έναν ζωντανό και εναργή επιστήμονα, που γνωρίζει με επάρκεια και καλύπτει με πληρότητα πολλούς τομείς του επιστητού, σχετικούς με την ιστορία, την φιλολογία, την λαογραφία και την παράδοση του Ελληνισμού. Καλός γνώστης των βαλκανικών θεμάτων και της βαλκανικής Λαογραφίας γενικότερα, ο Δ. Β. Οικονομίδης συνέβαλε καθοριστικά στην κατανόηση των προβλημάτων της βαλκανικής συγκριτικής Λαογραφίας και των σύγχρονων κατευθύνσεων και προσανατολισμών της λαογραφικής επιστήμης.
Όσον αφορά στην «ελληνική παραγωγή» του κρίνουμε ότι είναι περιττό να προβούμε σε αξιολογικές κρίσεις π.χ. για τη συμβολή του στη σύνταξη της ελληνικής λαογραφικής βιβλιογραφίας (συμπλήρωσε το βιβλιογραφικό κενό των ετών 1800-1906 όπως προείπαμε και συνέθεσε τις βιβλιογραφίες των ετών 1921-1938, 1948-53, 1954-58, του έτους 1959 και των ετών 1960-62) ή για τις πάμπολλες (γλωσσικού και λαογραφικού περιεχομένου) εργασίες του για τη Νάξο, ή για την εθνική σημασία του κατατεθειμένου απ’ αυτόν (στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών) λαογραφικού και γλωσσικού υλικού από τις αποστολές του στην ακριτική Ήπειρο και τη Δ. Μακεδονία. Οι μελέτες του π.χ. «Συμβολή εις την ιστορίαν της ελληνικής Λαογραφίας», «Λαογραφικά θέματα», «Σχέσεις της λαογραφίας προς τας φιλοσοφικάς μαθήσεις», ή οι εργασίες του για το δημοτικό τραγούδι, για τις λαϊκές παραδόσεις, τη λαϊκή ιατρική ή τα ποικίλης θεματολογίας άλλα μελετήματα του είναι έργα – σταθμοί στην ιστορία της ελληνικής λαογραφίας, σημεία αναφοράς των ερευνητών, «πα­ραδοσιακών» και «νεοτεριστών». Είναι εργασίες – υποδείγματα για το ύφος και τη μέθοδο ανάλυσης που «απαιτούσε» η τότε καθιερωμένη (και επιβεβλημένη) «ελληνική εκδοχή» της Λαογραφίας. Επαναλαμβάνουμε την άποψη μας ότι πρέ­πει να κριθούν και με αυτό το πνεύμα. Ας αναφέρουμε εδώ επίσης τα πάμπολλα (υπέρ τα 150) λαογραφικά άρθρα του στο 4τομο Συμπλήρωμα της Μεγάλης Ελλη­νικής Εγκυκλοπαίδειας, στους 12 τόμους της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας, στους 5 τόμους της Σχολικής Εγκυκλοπαίδειας, ή τα άλλα κείμενα του δημοσιευμένα υπό μορφή επιφυλλίδων στις εφημερίδες, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνουμε στην εδώ Εργογραφία του.
Επιμένουμε όμως σε τρία μελετήματα από την «ελληνική παραγωγή» του: «Η κοινωνική θέσις της Ελληνίδος κατά τίνα έθιμα του λαού», «Όνομα και ονοματοθεσία εις τας δοξασίας και συνηθείας του ελληνικού λαού», και «Το παραμύθι και ο παραμυθάς εν Ελλάδι». Με τα δύο πρώτα ο συγγραφέας τους πραγματοποίησε «άνοιγμα» προς μια κοινωνιολογική θεώρηση της Λαογραφίας, ενώ με το τρίτο υπέδειξε στους Έλληνες ομοτέχνους του την εθνογραφική μέθοδο ανάλυσης του παραμυθιού, έστω και αργά, αφού αυτή ήταν γνωστή στην Ευρώπη από τις αρχές του 20ού αι. με τις σχετικές εργασίες κυρίως Ρώσων και Ούγγρων μελετη­τών. Ήταν μια καινοτόμος εργασία για τη λαογραφική Ελλάδα του 1978 (είχε βέ­βαια προηγηθεί το παράδειγμα του Αδ. Αδαμαντίου), αφού οι αναφορές του Δ. Β. Οικονομίδη στο χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο αφήγησης, στο πρόσωπο του αφηγητή δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι όροι «ρόλος του αφηγητή», ο «αφηγητής ως προσωπικότητα», «η παράσταση της αφήγησης (performance)» και τα «συγκείμενα (το context)» που χρησιμοποιεί η σύγχρονη προαναφερθείσα μεθοδολογική ανάλυση. Η 10ετής παραμονή του στη Ρουμανία, η επαφή του με τα εκεί λαογραφικά ρεύματα, αφ’ ενός τον ανέδειξαν ως τον κύριο έλληνα ερευνητή των ρουμανικών λαογραφικών και ιστορικών θεμάτων, του έδωσαν αφ’ ετέρου την ευκαιρία να σχηματίσει μια άλλη αντίληψη για τη Λαογραφία, για τη θεματολογία, τη θεωρία της και τις σχέσεις της με τις συναφείς ανθρωπιστικές επιστήμες, κυρίως με τη Φιλολογία και την Ιστορία. Ήδη από το 1950 ασχολείται με τη «Δικανική Τέχνη» του Δημητρίου Καταρτζή και αποκαλύπτει τις σχέσεις της με το λαϊκό δίκαιο ή αναλύει σε βιβλιοκρισία του το Νομικόν Πρόχειρον του Φωτεινόπουλου. Μελετά τα λαϊκά βιβλία (και την αντίστοιχη, όπως στην Ελλάδα, επίδρασή τους στο λαϊκό ψυχισμό της Ρουμανίας), το λαϊκό θέατρο (πάμπολλες εργασίες του για το ελληνικό θέατρο του Βουκουρεστίου, έστω και με καθαρά ιστορικό προσανατολισμό, που συμβάλλουν όμως με τις βιογραφίες των θεατράνθρωπων στην ανασύνθεση του κλίματος της εποχής), ασχολείται με τις ελληνικές κοινότητες (ζωοποιό θεσμό του Ελληνισμού επί Τουρκοκρατίας, πνεύμονα του κοινοτικού συστήματος και του λαϊκού πολιτισμού), με τις συντεχνίες, της Κοζάνης ειδικότερα, επειδή αναγνωρίζει το «νεοτερικό» του θέματος αλλά και τη σημασία του στη μελέτη της «οικονομικοκοινωνικής εν γένει καταστάσεως του Ελληνισμού κατά τους χρόνους της δουλείας» όπως χαρακτηριστι­κά αναφέρει. Αφιερώθηκε επί σειρά ετών στη μελέτη του Διαφωτισμού, σταθ­μού της πνευματικής ιστορίας του Ελληνισμού: εκτός του Δ. Καταρτζή ασχολή­θηκε σε εκτενή εργασία του με τον Λάμπρο Φωτιάδη, με το νομικό έργο του Αθανασίου Χριστοπούλου στη Μολδοβλαχία, με τον Δανιήλ Φιλιππίδη τον Δημητριέα (τον συνεκδότη της Νεωτερικής Γεωγραφίας), με τον Διονύσιο Φωτεινό, τον Θεόφιλο Καΐρη και γράφει το 1994 εκτενή μονογραφία για το εν λόγω θέμα με τίτλο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Μελέτησε τη λαογραφία των απόκρυφων λαϊκών κειμένων, σχεδόν ανεξερεύνητο τομέα στην ελληνική βιβλιογραφία, τις σχετικές μ’ αυτά δυιστικές (κυρίως) λαϊκές παραδόσεις, εξέτασε εθνολογικά ζη­τήματα των πολυεθνικών Βαλκανίων. Ο ελληνικός Τύπος της Ρουμανίας (ανεκτίμητη η προσφορά του στην υπόθεση του Ελληνισμού επί Τουρκοκρατίαςδ) τον απασχολεί σε πολλές εργασίες του. Οι εκδόσεις των ελληνικών στη Ρουμανία τυπογραφείων, τα πρόσωπα και οι διασυνδέσεις τους με την εποχή, οι εφημερίδες και οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί συνιστούν με τη λεπτομερή καταγραφή τους θέματα Κοινωνικής Ιστορίας. Ακόμη και βιβλιοκρισία με θέμα τον επαγγελμα­τικό προσανατολισμό έχει κάνει.
Ο Δ.Β. Οικονομίδης δεν ασχολήθηκε μόνο με την ελληνική και τη ρουμανική Λαογραφία, αλλά και με άλλες, κυρίως βαλκανικές. Έγραψε π.χ. για το βίο και το έργο του γάλλου λαογράφου Arn. Van Gennep (1873 – 1957), για τον πολωνό λαογράφο Oscar Kolberg (1814 -1890), παρουσίασε βιβλιοκριτικά το (γερμανικά γραμμένο) βιβλίο της βουλγάρας λαογράφου Linda Sadnik για τη συγκριτική με­λέτη και εξέλιξη των αινιγμάτων των Βουλγάρων, Σέρβων και «Μακεδόνων», εξέδωσε συγκριτικά τα δημοτικά τραγούδια των Βουλγάρων για τον Μιχαήλ τον Γενναίο, έγραψε τη μελέτη «Ελλήνων και Βουλγάρων πνευματικοί σχέσεις», για τους Σέρβους αντιστοίχως έγραψε «Η σερβική επανάσταση και οι Έλληνες», «Πνευματικοί σχέσεις Ελλήνων και Σέρβων», παρουσίασε τους Ούγγρους L. Vargyas και J. Manga (τα βιβλία τους πραγματεύονται τις ουγγρικές παραλογές και τη λαϊκή τέχνη των ποιμένων της Ουγγαρίας αντιστοίχως). Έκανε επίσης γνωστές κάποιες πτυχές της αλβανικής Λαογραφίας μέσα από την παρουσίαση του Β’ τόμου του γαλλόφωνου αλβανικού περιοδικού Studia Albanica, μετέφρασε στα ελληνικά το άρθρο της Emilia Comisel «Λαογραφική Έρευνα εν Αλβανία», ασχο­λήθηκε με τη βορειοηπειρωτική Λαογραφία, κ.λπ. Δεν είναι λοιπόν άτοπο να λε­χθεί ότι η όλη εργογραφία του Οικονομίδη, μέσα από τον πλούτο της, αποδει­κνύει ταυτοχρόνως την εμβρυακή κατάσταση στην οποία βρίσκονται μέχρι και σήμερα οι συγκριτικές λαογραφικές βαλκανικές σπουδές (πολύ περισσότερο αυ­τές των Παρευξείνιων λαών), αυτές που εκείνος δηλαδή ξεκίνησε, αλλά δυστυχώς δεν βρήκαν συνεχιστές, προφανώς εξ αιτίας και της μηδενικής γνώσης βαλ­κανικών γλωσσών από τους νεότερους ερευνητές.
Επιβάλλεται λοιπόν η ανάπτυξη των λαογραφικών σπουδών των βαλκανικών λαών σε κάθε επίπεδο και κυρίως στο πεδίο του σύγχρονου παραδοσιακού πο­λιτισμού, με τις τόσες αυξομειώσεις, τις εναλλαγές, τους μετασχηματισμούς και τις εξελίξεις που παρατηρούνται, ως απότοκα των ταραγμένων στην περιοχή και­ρών μας. Κι αυτό πρέπει να γίνει με τη συνεπικουρία των άλλων συναφών επι­στημονικών κλάδων, όπως η Εθνολογία, η Κοινωνική και η Πολιτισμική Ανθρω­πολογία και η Κοινωνιολογία. Με τον τρόπο αυτό η αναμφισβήτητη ελληνική συμβολή στη διαμόρφωση των βαλκανικών παραδοσιακών πολιτισμών θα αποκτήσει και άλλη, πέραν του παρελθόντος, διάσταση, θα προβληθεί στον άξονα της συγχρονίας. Επιπλέον, μια τέτοια θεώρηση δεν μπορεί παρά να στηρίζεται και στις παλαιότερες βιβλιογραφικά τεκμηριωμένες και με γνώση του υλικού εργασίες, όπως αυτές που αναδημοσιεύει ο καθηγητής Δ. Β. Οικονομίδης.
Η φιλολογική και ιστορική του παιδεία, τα πολλά του ενδιαφέροντα και η δια βίου αφοσίωση του στην επιστήμη της Λαογραφίας τον κατέστησαν μία επιβλη­τική μορφή στο λαογραφικό χώρο, αφού άλλωστε επί σειρά ετών υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, και μέλος της επιτροπής έκδοσης του επιστημονικού οργάνου της, του γεραρού περιοδικού Λαογραφία.
Ο Δ.Β. Οικονομίδης συνέχισε τις επιστημονικές κατευθύνσεις του Ν.Γ. Πολίτη, του Στ. Κυριακίδη και του Γ.Α. Μέγα, προεκτείνοντάς τις ως και τις αρχές του 21ου αιώνα. Γλυκός, πράος και μειλίχιος άνθρωπος, υπήρξε γενικότερα προσηνής και αγαπητός από τους συναδέλφους και τους μαθητές του. Στήριξε το έργο του στην αγάπη για τον Ελληνισμό και την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Νάξο, με την ιστορία και τον λαϊκό πολιτισμό της οποίας ασχολήθηκε επί μακρόν. Αποτε­λεί, γι’ αυτό, υπόδειγμα επιστήμονα αφοσιωμένου στο έργο του, υπόδειγμα συνέπειας και ήθους για όλους τους μεταγενέστεροι λαογράφους.
……………………
Τέλος, η εργογραφία του, μαζί με όσα προηγήθηκαν, φανερώνει τη συμβολή του τιμωμένου στη μελέτη της ιστορίας και του λαϊκού πολιτισμού του ελληνικού λαού και δικαιολογεί την τιμή της αφιερώσεως του παρόντος τό­μου, αλλά και τον επάξιο τίτλο του «Νέστορος της ελληνικής λαογραφίας», με τον οποίο και ξεκινήσαμε αυτό εδώ το κείμενο”.

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

Εκπομπή αφιερωμένη σε συμμετοχές της 6ης Παγκυκλαδικής Συνάντησης

Ακούστε το τριώρο αφιέρωμα με συμμετοχές από νέους μουσικούς από τα νησιά μας., γεμάτους μεράκι και κέφι . Παιδιά από την 6η Παγκυκλαδική Συνάντησή Νέων Μουσικών στη σύρο. Ελπίζω να σας γεμίσουν τα λόγια των παιδιών

6η Παγκυκλαδική Συνάντηση Νέων Μουσικών στη Σύρο


Με ιδιαίτερη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η 6η Παγκυκλαδική συνάντηση Νέων Μουσικών στη Συρό, με διοργανώτρια αρχή τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κυκλάδων και το αντίστοιχό Τμήμα Πολιτισμού, αλλά και τον Πολιτιστικό Σύλλογο του Φοίνικα. Πάνω από 70 μουσικοί από διάφορους νησιωτικούς πολιτισμούς προσπάθησαν να συνενωθούν μουσικά και φιλικά, με βασικό κίνητρο την προβολή της γνήσιας λαϊκής παραδοσιακής μουσικής των κυκλάδων και όχι μόνο. Παιδιά από : Σέριφο, Σίφνο, Τήνο, Μύκονο, Πάρο, Νάξο, Άνδρο, Σαντορίνη, Σύρο, Τζιά, αλλά και από την Κάρπαθο, προσπάθησαν με επιτυχία να αφήσουν το μουσικό – χορευτικό τους στίγμα το τριήμερο 2- 4 Ιουλίου. Τα παιδιά αυτά έδειξαν σε όλους μας, ότι μπορεί να είναι νέοι, είναι όμως μέσα στην εποχή τους, στηρίζουν και δεν αμελούν τις σχέσεις τους με τις ρίζες τους και την παραδοσιακή μουσική των νησιών τους, χορεύουν με πολύ μεράκι.
Την 1η μέρα της εκδήλωσης τα παιδιά βρέθηκαν στο Δημαρχείο Ποσειδωνίας, όπου ξεδώσανε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Την επόμενη ημέρα τα παιδιά είχαν μια ιδιαίτερη εμπειρία όπως και στις προηγούμενες Παγκυκλαδικές, Με μία πατινάδα γεμάτη μεράκι, και πολύ πάθος, μαζεύτηκαν στο Νηπιαγωγείο του Φοίνικα όπου συζητήσανε μαζί με τον εθνομουσικολόγο Περικλή Σχοινά για ττον τρόπο που νοιώθουνε τη σχέση τους με την παράδοση. Στη συνέχεια πάλι με πατινάδα στους δρόμους του Φοίνικα, ξεσήκωσαν τον κόσμο της περιοχής και κατευθύνθηκαν στην παραλία του Φοίνικα για τη δεύτερη ημέρα της εκδήλωσης με πολύ μουσική και χορό. Φυσικά πάντα μετά το τέλος των επίσημων εκδηλώσεων ακολουθούσε τρελλή βεγγέρα στην παραλία. Τη τελευταία ημέρα της εκδήλωσης τα παιδιά είχαν για ΄άλλη μια φορά την ευκαιρία να συζητήσουν μεταξύ τους .
Στην οργάνωση της εκδήλωσης ήταν : ο Πολιτιστικός Σύλλογος Φοίνικα, το Τμήμα Πολιτισμού της Νομαρχίας Κυκλάδων, ( με την ψυχή των Παγκυκλαδικών Συναντήσεων τόσο για μικρούς όσο και για μεγάλους Υπεύθυνο του Τμήματος κ. Τάσο Αναστασίου), το Μουσείο Λαικών Οργάνων της Αθήνας ( με την υπεύθυνη των Εκδηλώσεων κ. Σμαράγδα Διακογιάννη να πρωτοστατεί). Επίσης πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι τα παιδιά αυτά, εκτός από ατομικές συμμετοχές συνοδεύονταν και σε κάποιες περιπτώσεις από τους δασκάλους και καθοδηγητές τους : Ιωσήφ Πρίντεζη ( Σύρο), Φλώριο – Γλέζο ( Τίγρη )και Βαγγέλη Κορρέ ( Νάξο) κ.ο.κ.
Η Σαντορίνη συμμετείχε για πρώτη φορά στο θεσμό αυτό. Έγιναν πολλές προσπάθειες ώστε να υπάρχει παραπάνω της μίας συμμετοχές αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό. Φέτος λοιπόν η συμμετοχή της Σαντορίνης ήταν ο νέος φέρελπης τσαμπουνιέρης από το Ακρωτήρι, Ραφαήλ Αρβανίτης ο οποίος μαζί με τη ζυγιά του , τον πατέρα του Επιφάνιο στο τουμπί, καταχειροκροτήθηκαν στην παρουσίαση ενδεικτικών Σαντορινιών Σκοπών και τραγουδιών.
Για πρώτη φορά μια εβδομάδα μετά 30 περίπου παιδιά από τα νησιά αυτά, συμμετείχανε σε ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή του Top Melody Fm Σαντορίνης και στην εκπομπή « Τσάρκα στα Νησιά» του Ιωσήφ Πέρρου, τα παιδιά αυτά είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν ζωντανά για τα συναισθήματά τους με την παραδοσιακή μουσική, αν τους στηρίζουν στα νησιά τους, πως τους βλέπουν οι φίλοι τους, κ.ο.κ. Η Εκπομπή είχε μεγάλη επιτυχία μιας και για πρώτη φορά μετά από τις Παγκυκλαδικές Συναντήσεις των παιδιών, δόθηκε η ευκαιρία στα ίδια τα παιδιά να τους ακούσουν όσοι δεν κατάφεραν να βρίσκονται στη Σύρο. Απέδειξαν περίτρανα ότι δεν είναι απλά μηχανήματα τα οποία παίζουν παραδοσιακή μουσική. Έχουν ιδιαίτερο σκεπτικό, ξέρουν να εκφράζονται, και οι θέσεις τους πάνω σε διάφορα ζητήματα είναι άκρως σημαντικές.
Ο Δήμος Θήρας οφείλει να αυτοπροταθεί ως υποψήφια πόλη για την 7η Παγκυκλαδική Συνάντηση Νέων Μουσικών. Καλό θα είναι να δημιουργηθούν εκτός των άλλων και η λεγόμενη ΠανθηραΪκή Εκδήλωση, οπου ΟΛΟΙ ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΤΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ θα παίξουν σε ένα πιθανό διημέρο εκδηλώσεων, όπως έχει συμβεί και στην Πανανδριακή περίπτωση. Εκτός των άλλων ο Δήμος Θήρας οφείλει να πρωτοτυπήσει προσκαλώντας ενδεικτικά για πχ κάποιους από τους νέους μουσικούς από άλλα νησιά για να μπορέσουν σε μια μορφή μίνι παγκυκλαδικής συνάντησης . Τα παιδιά της Σαντορίνης θα ευχαριστηθούν και θα αντιδράσουν θετικά σε μια τέτοια συνάντηση.Οι μουσικοί από τα διάφορα νησιά θα μπορούν νααφυπνίσιουν τους νέους μουσικούς για να ξεκινήσουν την εκμάθηση παραδοσιακών οργάνων.

Tσάρκα στα Νησιά!!! καλησπέρα σας

Ξεκινώντας την 1η Νοεμβρίου 2010 την ραδιοφωνική μου τρέλλα ύστερα από προτροπή και θράσσος της Αρτεμίας Αργυρύ, υπεύθυνη προγράμματος του Ραδιοφωνικού Σταθμού Topmelody Fm Σαντορίνης, είχα σκεφτεί να δημιουργήσω ένα blog όπου θα σας παρουσιάζω κάποιες συνέντεύξεις ή κάποιες ιδιαίτερες εκπομπές, θα προτείνω κάποια cd μουσικά από τα  νησιά μας, θα προσπαθώ ( όσο μου το επιτρέπει ο χρόνος να αλιεύω λαογραφικά στοιχεία από τα νησιά μας ( όχι με μορφή ταξιδιωτική αλλά ιστορική λαογραφική). Ελπίζω ότι δεν θα σας απογοητεύσω....