Αυτή την Αποκριά τα βήματά μου με φέραν στη Σκύρο, για να πάρω μιά γεύση από τους “Κουδουνάτους” ίσως το πιό ενδιαφέρον δρώμενο των νησιών του Αιγαίου Αρχιπελάγους.
Οι “Κουδουνάτοι”, οι μασκαράδες της Αποκριάς που εμφανίζονται και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα σε ποιμενικούς τόπους, Θεσσαλία, Μακεδονία (“μπαμπόγεροι”, “ρογκατσάρια”) αλλά και στη Χίο και στη Νάξο, είναι ένα από τα σπάνια αποκριάτικα έθιμα και προκάλεσε από την πρώτη δεκαετία του 20 αιώνα το ενδιαφέρον πολλών ντόπιων και ξένων ερευνητών που με τη σερά τους έδωσαν κάθε λογής κρίσεις και ερμηνείες.
Δεν θα εκάνα ένα τέτοιο ταξίδι άν δεν ήμουν και κάμποσο διαβασμένος. Ετσι σύμφωνα με τα κιτάπια που μελέτησα, η παλιότερη περιγραφή της Σκυριανής αποκριάς και του “γέρου” είναι του J.C. Lawson, από την Βρεταννική Σχολή Αθηνών, που βρέθηκε στη Σκύρο την αποκριά του 1900, θεώρησε το έθιμο παλαιότατο και έκανε υποθέσεις για την καταγωγή του από “βακχικό ή άλλο θρησκευτικό όργιο,” ενώ η δεύτερη περιγραφή προέρχεται από το Σκυριανό σχολάρχη Μιχαήλ Κωνσταντινίδη, που δημοσίευσε το 1901 τη μελέτη του “Η νήσος Σκύρος”. Σ’ αυτήν αναφέρεται στα ντόπια αποκριάτικα έθιμα, στο “γέρο” και σε διάφορες άλλες αποκριάτικες μασκαράτες.
Το Μάρτιο του 1905, ένας άλλος εταίρος της Βρεττανικής Σχολής Αθηνών, ο Richard Dawkins, οδηγημένος από την περιγραφή του Lawson, πήγε ειδικά στη Σκύρο για να μελετήσει το αποκριάτικο έθιμο. Τις εντυπώσεις του τις δημοσίευσε στο δελτίο της Σχολής. Η περιγραφή του είναι λεπτομερής και προσεκτική. Μας δίνει μια πιστή εικόνα της μασκαρεμένης τριάδας και ιδίως του “γέρου”. Για την ερμηνεία του εθίμου σημειώνει απλώς σαν “λαϊκή εξήγηση”, την παράδοση του κατεστραμμένου μισότρελου τσοπάνη που φορτώθηκε τα κουδούνια των χαμένων προβάτων του, ερμηνεία που διατηρείται μέχρι τις ημέρες μας. Σύμφωνα με τον Κ. Φαλτάϊτς και σε άλλες χώρες της Βαλκανικής αλλά και στην Ιταλία γιορτάζουν τα καρναβαλια τους κάθε χρόνο αρχές της άνοιξης με ξέφρενους χορούς χτυπώντας ρυθμικά κουδούνια για να διώξουν τα κακά πνεύματα και να εξασφαλίσουν καλή σοδειά. Σύμφωνα με τη θεωρία του Μ.Φαλτάϊτς, τα δρώμενα μπορεί να είναι οι απόηχοι των συγκρούσεων των κτηνοτρόφων με τους γεωργούς που αφού επικράτησαν οι πρώτοι επέβαλαν το τοτέμ τους, τον τράγο.
Στο νησί φτάσαμε το απόγευμα του Σαββάτου, όπόταν φθάνοντας στη Χώρα ακούσαμε από μακρυά έναν απίστευτο σαματά από κουδουνοκτυπήματα. Όσο πλησιάζαμε οι ήχοι δυναμώναν. Είχα δει και είχα ακούσει στην τηλεόραση διάφορα ντοκυμαντέρ, είχα διαβάσει κάποιες σχετικές μελέτες, είχα ψυχανεμισθεί γιά το τι θα συναντούσα, αλλά άλλο να το μελετάς και άλλο να το ζης. Αυτός ο ζωντανός ήχος των κουδουνιών ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Ώσπου διασταυρωθήκαμε με τους πρώτους “Κουδουνάτους”, ένα θέαμα ανεπανάληπτο. Από τα στενά σοκάκια, από κάθε γωνιά ξεχυνόνταν παρέες -παρέες και ο ήχος των κουδουνιών ακουγόταν από παντού, μιά ατμόσφαιρα δαιμονισμένη. Πολύ γρήγορα πιάσαμε τη συζήτηση με τους ντόπιους και παρατηρώντας και ακούγωντας τις αφηγήσεις μυηθήκαμε πάραυτα στο εορταστικό κλίμα του νησιού. Ανάμεσα στις εκδηλώσεις αυτές της Σκυριανής Αποκριάς, που όπως διαπίστωσα είχε τρείς φάσεις, η πρώτη – οι “ Κουδουνάτοι” – ξεχωρίζει σαν μοναδική στον ελληνικό χώρο, και αφορά σε μια τριάδα μεταμφιεσμένων που αποτελείται από τον “γέρο”, την “κορέλα” και τον “φράγκο”
Ο “γέρος” είναι ο πρωταγωνιστής αυτής της τριάδας και παριστάνει ένα γέρο-τσοπάνη ζωσμένο με κουδούνια. Από τη μέση και κάτω φοράει άσπρο μάλλινο κοντοβράκι (“κοντοβράτσι”) των τσοπάνηδων, άσπρες υφαντές κάλτσες χωρίς πέλμα (“τροχαδόκαλτσες”) και πέτσινα σανδάλια (“τροχάδια”). Οι “τροχαδόκαλτσες” καλύπτουν μόνο τις κνήμες και στερεώνονται κάτω από το γόνατο με μαύρες καλτσοδέτες (“καρτσδέτες”).
Στο πάνω μέρος του σώματος, μέχρι τη μέση, φοράει την τσοπάνικη κάπα (“καπότο”), μαύρου χρώματος, γυρισμένη ανάποδα για να είναι απέξω το μαλλιαρό κεφάλι και στερεώνεται με τη μακριά υφαντή και κεντημένη ζώνη των βοσκών (“ζουνάρι”), που πέφτει μπροστά στο στήθος. Στη ράχη παραχώνει κουρέλια ή μαξιλάρι για να σχηματιστεί καμπούρα.
Το πρόσωπο το κρύβει με μάσκα (“μτσούνα”) από προβιά νεογέννητου γιδιού με δύο τρύπες για τα μάτια. Στη μέση ζώνεται καμιά πενηνταριά τσοπάνικα κουδούνια που στερεώνονται από τους ώμους και στο χέρι κρατάει το τσοπάνικο στραβοράβδι στολισμένο στη λαβή με αγριολούλουδα.
Ο τρόπος που δένονται τα κουδούνια στη ζώνη της μέσης είναι αρκετά έξυπνος, έτσι που να επιτρέπει να φοριούνται πολλά κουδούνια, χωρίς να εμποδίζονται από την επαφή τους με την κάπα.
Κάθε κουδούνι κρατιέται από έναν κρίκο με τον οποίο φοριέται στα πρόβατα κι αυτοί οι κρίκοι είναι περασμένοι σ’ ένα σχοινί (“λιτάρι”) γύρω στη μέση, ώστε να κρέμονται ελεύθερα και να βροντούν καθώς ο “γέρος” χοροπηδάει. Μόλις βάλει τη φορεσιά του ο γέρος, για λίγο χρόνο παρακολουθείται από αυτόν που τον έντυσε που κρατά ενα μαχαίρι για να σιγουρευτεί οτι όλη αυτή η περίπλοκη εξάρτηση έχει σωστά τοποθετηθεί στο σώμα του καρναβαλιστή. Σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά με το μαχαίρι ο βοηθός είναι έτοιμος να κόψει άμεσα ότι χρειασθεί.
Ο “γέρος” προχωρεί με ρυθμικούς βηματισμούς, κουνώντας τη μέση του, έτσι ώστε τα κουδούνια που είναι περασμένα σ’ αυτή, να δίνουν ήχους φοβερούς, αλλά ρυθμικούς κι εναλλασσόμενους. Κατά διαστήματα στέκεται και “σείεται”, και τότε το κούνημα του κορμιού του είναι διαφορετικό, όπως και οι ήχοι των κουδουνιών.
Οπως θα καταλάβαμε από την περιγραφή της φορεσιάς δεν είναι και ότι πιό εύκολο να προκύψει κανείς κουδουνάτος. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να έχει μιά φυσική ρώμη για να μπορεί να φορέσει απάνω του το βάρος της στολής που ξεπερνά 50 κιλά. Στη συνέχεια θα πρέπει να μάθει την τεχνική των βηματισμών και των πηδημάτων καθώς και την σωστή κίνηση της μέσης και των γοφών γιατί από εκεί κουμαντάρονται τα κουδούνια και διαμορφώνεται ο ρυθμός της μουσικής των κουδουνοκτυπημάτων. Η στολή του γέρου στις μέρες μας αξίζει μιά περιουσία, ξεπερνώντας τα 3.000 Ευρώ. Τα τεράστια κουδούνια παραγγέλονται σε χαλκοματάδες στην Κοζάνη, ενώ όλα τα υπόλοιπα εξαρτήματα (Κάπα, κοντοβράκι, τροχαδόκαλτσες, τροχάδια, μουτσούνα) κατασκευάζονται από ντόπιες πρώτες ύλες στη Σκύρο. Αν σήμερα, λόγω της σχετικής ευημερίας, αρκετοί μπορούν παρόλο το υψηλό κόστος να την αποκτήσουν, γιατί αποτελεί ευτυχώς ένα είδος πρώτης ανάγκης, τα παλιά χρόνια ήταν απαγορευτικό.
Και έτσι οι φτωχοί κτηνοτροφοι ή οι κολλήγοι, δουλεύαν 5-6 μεροκάματα δωρεάν, οργώνοντας τα αμπέλια στα αφεντικά τους ή σε μεγαλοκτηνοτρόφους προκειμένου να τους παραχωρίσουν τη φορεσιά του “γέρου” για να την χαρούν για μιά-δυο ώρες. Πολύ αργότερα στη δεκαετία του 1970, οι έφηβοι μέχρι να ενηλικιωθούν και να πρωτοφορέσουν τη δικιά τους φορεσιά με τα κουδούνια, προπονούνταν ζώνοντας πάνω τους τενεκεδάκια συσκευασίας γάλακτος με βοτσαλάκια για να μάθουν τον ρυθμό. Σήμερα βλέπεις παιδάκια 7-13 ετών να βηματίζουν με τις φορεσιές του “γέρου” και να ανταγωνίζονται με αξιώσεις τους πρεσβύτερους αλλά και πιτσιρίκια μιά σταλιά, να μιμούνται και να τρέχουν – χωρίς βέβαια την βαριά εξάρτηση – πίσω απο τους πρωταγωνιστές.
Το Σάββατο μεσημέρι απολαύσαμε την “Τράτα”, το δεύτερο μέρος των εκδηλώσεων ( που επαναλήφθηκε και την Κυριακή το μεσημέρι από άλλη ομάδα), εξίσου αξιόλογο και ενδιαφέρον με το πρώτο αν και τελείως διαφορετικό καθώς αποτελείται από πρόχειρες υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις και απαγγελίες σατιρικών στίχων από ερασιτέχνες ποιητές και ηθοποιούς. Οι σατιρικές αυτές παραστάσεις μας οδηγούν κατευθείαν στις ρίζες της σάτιρας, όνομα προερχόμενο απο τον ίδιο τον Σάτυρο, τον τοτεμικό θεοποιημένο Τράγο γνωστό και σαν Πάνα στους αρχαίους Έλληνες, το μεγάλο θεό της πριν απ’ το Δωδεκάθεο εποχής. Στο έθιμο της Σκυριανής Τράτας σατιρίζονται όχι μόνο τα τοπικά γεγονότα, οι τοπικές αρχές αλλά και γενικώτερες καταστάσεις της Ελληνικής επικαιρότητας, πολιτικές, κοινωνικές ειδήσεις και τέλος θέματα διεθνή.
Το υπόλοιπο άρθρο εδώ http://simadiatouaigaiou.wordpress.com/2010/02/17/%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%AC%CF%84%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B9%CE%AC%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CF%83%CE%BA%CF%8D%CF%81%CE%BF/
Οι “Κουδουνάτοι”, οι μασκαράδες της Αποκριάς που εμφανίζονται και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα σε ποιμενικούς τόπους, Θεσσαλία, Μακεδονία (“μπαμπόγεροι”, “ρογκατσάρια”) αλλά και στη Χίο και στη Νάξο, είναι ένα από τα σπάνια αποκριάτικα έθιμα και προκάλεσε από την πρώτη δεκαετία του 20 αιώνα το ενδιαφέρον πολλών ντόπιων και ξένων ερευνητών που με τη σερά τους έδωσαν κάθε λογής κρίσεις και ερμηνείες.
Δεν θα εκάνα ένα τέτοιο ταξίδι άν δεν ήμουν και κάμποσο διαβασμένος. Ετσι σύμφωνα με τα κιτάπια που μελέτησα, η παλιότερη περιγραφή της Σκυριανής αποκριάς και του “γέρου” είναι του J.C. Lawson, από την Βρεταννική Σχολή Αθηνών, που βρέθηκε στη Σκύρο την αποκριά του 1900, θεώρησε το έθιμο παλαιότατο και έκανε υποθέσεις για την καταγωγή του από “βακχικό ή άλλο θρησκευτικό όργιο,” ενώ η δεύτερη περιγραφή προέρχεται από το Σκυριανό σχολάρχη Μιχαήλ Κωνσταντινίδη, που δημοσίευσε το 1901 τη μελέτη του “Η νήσος Σκύρος”. Σ’ αυτήν αναφέρεται στα ντόπια αποκριάτικα έθιμα, στο “γέρο” και σε διάφορες άλλες αποκριάτικες μασκαράτες.
Το Μάρτιο του 1905, ένας άλλος εταίρος της Βρεττανικής Σχολής Αθηνών, ο Richard Dawkins, οδηγημένος από την περιγραφή του Lawson, πήγε ειδικά στη Σκύρο για να μελετήσει το αποκριάτικο έθιμο. Τις εντυπώσεις του τις δημοσίευσε στο δελτίο της Σχολής. Η περιγραφή του είναι λεπτομερής και προσεκτική. Μας δίνει μια πιστή εικόνα της μασκαρεμένης τριάδας και ιδίως του “γέρου”. Για την ερμηνεία του εθίμου σημειώνει απλώς σαν “λαϊκή εξήγηση”, την παράδοση του κατεστραμμένου μισότρελου τσοπάνη που φορτώθηκε τα κουδούνια των χαμένων προβάτων του, ερμηνεία που διατηρείται μέχρι τις ημέρες μας. Σύμφωνα με τον Κ. Φαλτάϊτς και σε άλλες χώρες της Βαλκανικής αλλά και στην Ιταλία γιορτάζουν τα καρναβαλια τους κάθε χρόνο αρχές της άνοιξης με ξέφρενους χορούς χτυπώντας ρυθμικά κουδούνια για να διώξουν τα κακά πνεύματα και να εξασφαλίσουν καλή σοδειά. Σύμφωνα με τη θεωρία του Μ.Φαλτάϊτς, τα δρώμενα μπορεί να είναι οι απόηχοι των συγκρούσεων των κτηνοτρόφων με τους γεωργούς που αφού επικράτησαν οι πρώτοι επέβαλαν το τοτέμ τους, τον τράγο.
Στο νησί φτάσαμε το απόγευμα του Σαββάτου, όπόταν φθάνοντας στη Χώρα ακούσαμε από μακρυά έναν απίστευτο σαματά από κουδουνοκτυπήματα. Όσο πλησιάζαμε οι ήχοι δυναμώναν. Είχα δει και είχα ακούσει στην τηλεόραση διάφορα ντοκυμαντέρ, είχα διαβάσει κάποιες σχετικές μελέτες, είχα ψυχανεμισθεί γιά το τι θα συναντούσα, αλλά άλλο να το μελετάς και άλλο να το ζης. Αυτός ο ζωντανός ήχος των κουδουνιών ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Ώσπου διασταυρωθήκαμε με τους πρώτους “Κουδουνάτους”, ένα θέαμα ανεπανάληπτο. Από τα στενά σοκάκια, από κάθε γωνιά ξεχυνόνταν παρέες -παρέες και ο ήχος των κουδουνιών ακουγόταν από παντού, μιά ατμόσφαιρα δαιμονισμένη. Πολύ γρήγορα πιάσαμε τη συζήτηση με τους ντόπιους και παρατηρώντας και ακούγωντας τις αφηγήσεις μυηθήκαμε πάραυτα στο εορταστικό κλίμα του νησιού. Ανάμεσα στις εκδηλώσεις αυτές της Σκυριανής Αποκριάς, που όπως διαπίστωσα είχε τρείς φάσεις, η πρώτη – οι “ Κουδουνάτοι” – ξεχωρίζει σαν μοναδική στον ελληνικό χώρο, και αφορά σε μια τριάδα μεταμφιεσμένων που αποτελείται από τον “γέρο”, την “κορέλα” και τον “φράγκο”
Ο “γέρος” είναι ο πρωταγωνιστής αυτής της τριάδας και παριστάνει ένα γέρο-τσοπάνη ζωσμένο με κουδούνια. Από τη μέση και κάτω φοράει άσπρο μάλλινο κοντοβράκι (“κοντοβράτσι”) των τσοπάνηδων, άσπρες υφαντές κάλτσες χωρίς πέλμα (“τροχαδόκαλτσες”) και πέτσινα σανδάλια (“τροχάδια”). Οι “τροχαδόκαλτσες” καλύπτουν μόνο τις κνήμες και στερεώνονται κάτω από το γόνατο με μαύρες καλτσοδέτες (“καρτσδέτες”).
Στο πάνω μέρος του σώματος, μέχρι τη μέση, φοράει την τσοπάνικη κάπα (“καπότο”), μαύρου χρώματος, γυρισμένη ανάποδα για να είναι απέξω το μαλλιαρό κεφάλι και στερεώνεται με τη μακριά υφαντή και κεντημένη ζώνη των βοσκών (“ζουνάρι”), που πέφτει μπροστά στο στήθος. Στη ράχη παραχώνει κουρέλια ή μαξιλάρι για να σχηματιστεί καμπούρα.
Το πρόσωπο το κρύβει με μάσκα (“μτσούνα”) από προβιά νεογέννητου γιδιού με δύο τρύπες για τα μάτια. Στη μέση ζώνεται καμιά πενηνταριά τσοπάνικα κουδούνια που στερεώνονται από τους ώμους και στο χέρι κρατάει το τσοπάνικο στραβοράβδι στολισμένο στη λαβή με αγριολούλουδα.
Ο τρόπος που δένονται τα κουδούνια στη ζώνη της μέσης είναι αρκετά έξυπνος, έτσι που να επιτρέπει να φοριούνται πολλά κουδούνια, χωρίς να εμποδίζονται από την επαφή τους με την κάπα.
Κάθε κουδούνι κρατιέται από έναν κρίκο με τον οποίο φοριέται στα πρόβατα κι αυτοί οι κρίκοι είναι περασμένοι σ’ ένα σχοινί (“λιτάρι”) γύρω στη μέση, ώστε να κρέμονται ελεύθερα και να βροντούν καθώς ο “γέρος” χοροπηδάει. Μόλις βάλει τη φορεσιά του ο γέρος, για λίγο χρόνο παρακολουθείται από αυτόν που τον έντυσε που κρατά ενα μαχαίρι για να σιγουρευτεί οτι όλη αυτή η περίπλοκη εξάρτηση έχει σωστά τοποθετηθεί στο σώμα του καρναβαλιστή. Σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά με το μαχαίρι ο βοηθός είναι έτοιμος να κόψει άμεσα ότι χρειασθεί.
Ο “γέρος” προχωρεί με ρυθμικούς βηματισμούς, κουνώντας τη μέση του, έτσι ώστε τα κουδούνια που είναι περασμένα σ’ αυτή, να δίνουν ήχους φοβερούς, αλλά ρυθμικούς κι εναλλασσόμενους. Κατά διαστήματα στέκεται και “σείεται”, και τότε το κούνημα του κορμιού του είναι διαφορετικό, όπως και οι ήχοι των κουδουνιών.
Οπως θα καταλάβαμε από την περιγραφή της φορεσιάς δεν είναι και ότι πιό εύκολο να προκύψει κανείς κουδουνάτος. Κατ’ αρχάς θα πρέπει να έχει μιά φυσική ρώμη για να μπορεί να φορέσει απάνω του το βάρος της στολής που ξεπερνά 50 κιλά. Στη συνέχεια θα πρέπει να μάθει την τεχνική των βηματισμών και των πηδημάτων καθώς και την σωστή κίνηση της μέσης και των γοφών γιατί από εκεί κουμαντάρονται τα κουδούνια και διαμορφώνεται ο ρυθμός της μουσικής των κουδουνοκτυπημάτων. Η στολή του γέρου στις μέρες μας αξίζει μιά περιουσία, ξεπερνώντας τα 3.000 Ευρώ. Τα τεράστια κουδούνια παραγγέλονται σε χαλκοματάδες στην Κοζάνη, ενώ όλα τα υπόλοιπα εξαρτήματα (Κάπα, κοντοβράκι, τροχαδόκαλτσες, τροχάδια, μουτσούνα) κατασκευάζονται από ντόπιες πρώτες ύλες στη Σκύρο. Αν σήμερα, λόγω της σχετικής ευημερίας, αρκετοί μπορούν παρόλο το υψηλό κόστος να την αποκτήσουν, γιατί αποτελεί ευτυχώς ένα είδος πρώτης ανάγκης, τα παλιά χρόνια ήταν απαγορευτικό.
Και έτσι οι φτωχοί κτηνοτροφοι ή οι κολλήγοι, δουλεύαν 5-6 μεροκάματα δωρεάν, οργώνοντας τα αμπέλια στα αφεντικά τους ή σε μεγαλοκτηνοτρόφους προκειμένου να τους παραχωρίσουν τη φορεσιά του “γέρου” για να την χαρούν για μιά-δυο ώρες. Πολύ αργότερα στη δεκαετία του 1970, οι έφηβοι μέχρι να ενηλικιωθούν και να πρωτοφορέσουν τη δικιά τους φορεσιά με τα κουδούνια, προπονούνταν ζώνοντας πάνω τους τενεκεδάκια συσκευασίας γάλακτος με βοτσαλάκια για να μάθουν τον ρυθμό. Σήμερα βλέπεις παιδάκια 7-13 ετών να βηματίζουν με τις φορεσιές του “γέρου” και να ανταγωνίζονται με αξιώσεις τους πρεσβύτερους αλλά και πιτσιρίκια μιά σταλιά, να μιμούνται και να τρέχουν – χωρίς βέβαια την βαριά εξάρτηση – πίσω απο τους πρωταγωνιστές.
Το Σάββατο μεσημέρι απολαύσαμε την “Τράτα”, το δεύτερο μέρος των εκδηλώσεων ( που επαναλήφθηκε και την Κυριακή το μεσημέρι από άλλη ομάδα), εξίσου αξιόλογο και ενδιαφέρον με το πρώτο αν και τελείως διαφορετικό καθώς αποτελείται από πρόχειρες υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις και απαγγελίες σατιρικών στίχων από ερασιτέχνες ποιητές και ηθοποιούς. Οι σατιρικές αυτές παραστάσεις μας οδηγούν κατευθείαν στις ρίζες της σάτιρας, όνομα προερχόμενο απο τον ίδιο τον Σάτυρο, τον τοτεμικό θεοποιημένο Τράγο γνωστό και σαν Πάνα στους αρχαίους Έλληνες, το μεγάλο θεό της πριν απ’ το Δωδεκάθεο εποχής. Στο έθιμο της Σκυριανής Τράτας σατιρίζονται όχι μόνο τα τοπικά γεγονότα, οι τοπικές αρχές αλλά και γενικώτερες καταστάσεις της Ελληνικής επικαιρότητας, πολιτικές, κοινωνικές ειδήσεις και τέλος θέματα διεθνή.
Το υπόλοιπο άρθρο εδώ http://simadiatouaigaiou.wordpress.com/2010/02/17/%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%AC%CF%84%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B9%CE%AC%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CF%83%CE%BA%CF%8D%CF%81%CE%BF/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου