Ἔχει διαπιστωθῆ ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη, ὅτι ἕνα χιλιοστὸ τοῦ γραμμαρίου μόσχου, θα μυρίζει 7.000 χρόνια καὶ ἕνα χιλιοστὸ τοῦ γραμμαρίου ῥαδίου, θὰ φωτίζει 7.000 χρόνια. Τότε ἕνα πολλοστημόριο τῆς ψυχῆς μας, πόσα ἐκατομμύρια χρόνια θὰ λάμπει; Ἡ ἀπαντήση θὰ εἶναι: αἰώνια.
Μιὰ ψυχὴ ποὺ ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Ἀναλόγιο, καὶ τὴν ἀγαπήσαμε κι᾽ ἐμεῖς. Μιὰ ψυχὴ ἐκλεκτή, μιὰ ψυχὴ φωτεινή, γεμάτη δίψα γιὰ τὸ ἀνώτερο, γιὰ τὸ τέλειο. Πρόκειται γιὰ τὸν ἀείμνηστο Ἄρχοντα Πρωτοψάλτη τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας Ἰάκ. Ναυπλιώτη, ποὺ συμπληρώθηκαν φέτος 50 χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατό του.
Ἐλέχθη ἀπὸ σοφό, ὅτι τὸ μόνο βέβαιο – βέβαιο καὶ μέσα στὸ χρόνο, βέβαιο καὶ μέσα στὴν αἰωνιότητα - εἶναι ὁ θάνατος. Καὶ μαζί μὲ τὸν θάνατο, καὶ ἄρρηκτα συνυφασμένη μαζί του ἡ ἀθανασία. Δὲν θὰ ἦταν καθόλου βέβαιη ἡ ἀθανασία, ἂν δεν ἤταν βέβαιος καὶ τελεσίδικος ὁ θάνατος. Ἡ ἀθανασία δὲν ὑπάρχει μέσα στὴ ζωή, ὑπάρχει μέσα στὸ θάνατο.
Ὁ ἀείμνηστος Ἰάκωβος Ναυπλιώτης ἦταν μιὰ λαμπάδα ποὺ ἔλιωσε πάνω στὴ λυχνία τῆς Ἐκκλησίας, πάνω στὸ Πατριαρχικὸ Ἀναλόγιο. Λαμπάδα ἀπὸ μελίσσιο κερί, ποὺ ἀνέδινε πασχαλινὸ φῶς. Φῶς ποὺ εἶχε τὴν διαφάνεια καὶ τὸ χρῶμα τοῦ ἀμεθύστου, τὸ χρῶμα ποὺ γεμίζει τὶς πλαγιὲς τῶν βουνῶν, τὶς αἴθουσες τοῦ Φαναρίου, τὸ τετριμμένο βελούδινο στασίδι τοῦ Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου. Φῶς γλυκύ, φώτιζε τὰ βήματά μας!
Ἰάκωβος, ἄξιος διάδοχος τῶν προκατόχων του Νικολάου Βυζαντίου Λαμπαδαρίου (1837-1888) – οἱ ἡμερομηνίες ἀναφέρονται στα ἔτη ὑπηρεσίας - Ἀριστείδου Νικολαΐδου (1882-1911), Γεωργίου Βιολάκη (1875-1905) καὶ Γεωργίου Ῥαιδεστινοῦ τοῦ Β' (1863-1875) τῶν Πρωτοψαλτῶν, ποὺ ἤκμασαν περὶ τὸ 1780, καὶ πρόλαβαν καὶ αὐτοὶ να ἀκούσουν τὸν Δανιὴλ (1741-1789), τὸν Ἰάκωβο Πελοποννήσιο (1760-1801), τὸν Πέτρο τὸν Βυζάντιο (1766-1804) καὶ τὸν Γρηγόριο (1789-1797), τοὺς μεγάλους μελοποιοὺς καὶ Πρωτοψάλτες. Ὅλους αὐτοὺς εἶχε τὴν εὐκαιρία ὁ Ἰάκωβος να τοὺς ἀκούσει ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, ἀπὸ πρῶτο χέρι θὰ ἔλεγα.
Ὶάκωβος, ἀηδόνι τοῦ Φαναρίου. Ὡσαννὰ τῶν Πρωτοψαλτῶν τοῦ αἰώνα μας. Ἐπέκεινα τοῦ χρόνου, τῆς καθόλου Ὀρθοδοξίας στὰ ψαλτικά. Καὶ κατὰ τὴν Σοφίαν Σειρὰχ «κατέλιπεν ὄνομα, ἐκδιηγήσασθαι ἐπαίνους» (Σοφ.Σειρ.μδ',8).
Ἰάκωβος, ἀνήκει στὴν Οἰκουμένη. Τοῦ ὀφείλεται ὁ τίτλος ΜΕΓΑΣ. Ὀνομάσθηκε ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΗΣ.
Είναι δύσκολο νὰ γραφῇ ἡ ἱστορία του χωρὶς βαθειὰ προετοιμασία καὶ γνώση μουσικῆς, προσευχῆς καὶ ψαλμωδίας, χωρὶς ἀτμόσφαιρα κανδήλας καὶ εἰκονοστασίου. Δεν γράφω ἱστορία, λίγους μονάχα «φθόγγους» ἀπὸ τὴ βιογραφία του σημειώνω:
Ὁ Ἰάκωβος γεννήθηκε στὴ Νάξο τὸ ἔτος 1864. Πολὺ μικρὸς πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐξαιρετική του καλλιφωνία καὶ ἀμέσως προσελήφθη τὸ ἔτος 1878 Α' Κανονάρχης στὸν Πατριαρχικὸ ναό. Μιὰ θέση καὶ ἕνα ἀξίωμα πολὺ ζηλευτό, γιατὶ παίζει σπουδαῖο ρόλο πάνω στὸν πατριαρχικὸ χορό μὲ τὸ κανονάρχημα, τὸ ἰσοκράτημα καὶ τὴν ὅλη τυπικὴ τάξη ποὺ γνωρίζει καλὰ καὶ κατευθύνει καὶ τοὺς ἄλλους.
Ὁ Ἰάκωβος ἀφοῦ πέρασε διαδοχικὰ ὅλα τὰ στάδια τῆς μουσικῆς ἱεραρχίας (1881-1888 Β' Δομέστικος, 1888-1905 Α' Δομέστικος καὶ 1905-1911 Λαμπαδάριος), χειροθετήθηκε τὸ ἔτος 1911 Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωακεὶμ τὸν Γ´.
Ἀπὸ τὴν ἐξέχουσα αὐτὴ θέση ὁ Ἰάκωβος «κατηύθυνε» σὰν θυμίαμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὶς προσευχὲς τῶν χριστιανῶν μὲ τὴν γλυκιά του μελωδία μέχρι τὸ ἔτος 1938. Ἔτσι μὲ τὴν συνεχὴ του αὐτὴ ὑπηρεσία παρουσιάζει ἐξηκονταετία στὸ μουσικὸ βωμὸ τῆς Ἐκκλησίας, στὸν Πάνσεπτο Πατριαρχικὸ Ναό, στὴ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία.
Στὸ διάστημα αὐτὸ δίδαξε τὴ Βυζαντινὴ Μουσικὴ στὴν Πατριαρχικὴ Μουσικὴ Σχολὴ τοῦ Φαναρίου, ἐξέδωκε τὸ ἔτος 1894 σὲ δύο τόμους τὴν Φόρμιγγα, ποὺ περιέχει ᾄσματα καί, ᾠδὲς γιὰ χρήση τῶν Δημοτικῶν Σχολείων καὶ κάθε φιλομούσου· ἐξέδωκε ἐπίσης μαζί με τὸν Δομέστικο του Κων/ντίνο Κλάββα τὸ ἔτος 1899 σὲ δύο τόμους τὸ Δοξαστάριο τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου «τὸ ἐξηγηθὲν πιστῶς ἐκ τῆς ἀρχαίας εἰς τὴν καθ᾽ ἡμᾶς Γραφήν» ἀπὸ τὸν Γεώργιον Βιολάκην, ὅπως ἀναφέρει στὸν Πρόλογό του καὶ σὲ συνεργασία μὲ τὸν Ἐκκλησιαστικὸ Σύλλογο Φαναρίου «ΟRFEON», κατέγραψε φωνογραφικοὺς δίσκους, μὲ διάφορα ἐκκλησιαστικὰ μαθήματα.
Τὰ μαθήματα αὐτὰ ποὺ ἀκοῦμε σήμερα ἐμεῖς εἶναι ἡ γέφυρα - τὸ οὐράνιο τόξο - ποὺ ἐνώνει ἐμᾶς μὲ τὸν Ἰάκωβο καί με τοὺς προκατόχους του. Ἔτσι ἔψαλλαν αὐτοί, ἔτσι ἔψαλλε ὁ Ἰάκωβος, ὁ Πρίγγος στὴ συνέχεια, μὲ τὸ ἴδιο ὕφος, ἔτσι τ᾽ ἀκούσαμε σήμερα κι᾽ ἐμεῖς μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες, ἀπὸ τοὺς φωνογραφικοὺς αὐτοὺς δίσκους.
Ἡ χορωδία τῆς Ἑστίας Ἐθνικῆς καὶ Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς ὑπὸ τὴν διεύθυνση τοῦ Πρωτοψάλτου κ. Θεοδώρου Βασιλείου, ἐρμήνευσε ἀπαράλλακτα ὁρισμένα μαθήματα ποὺ κατέγραψε ὁ χοράρχης της ἀπὸ τοὺς δίσκους αὐτούς, στὴ μουσικοφιλολογικὴ ἐκδήλωση, ποὺ ἔγινε πρὸς τιμὴ καὶ μνήμη τοῦ Ἰακώβου Ναυπλιώτου, τὸ βραδὺ τῆς l8ης Νοεμβρίου, αὐτοῦ τοῦ μηνός, στὸ κινηματοθέατρο ΠΑΛΛΑΣ. Αὐτὰ ἃς τὰ προσέξουν ἰδιαιτέρως ὅσοι ἀμφισβητοῦν τὴ γνησιότητα τοῦ Πατριαρχικοῦ ὕφους στὶς μέρες μας.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βενιαμὶν ὁ Α', γιὰ νὰ τιμήσῃ τὸν ἐκλεκτὸ καλλιτέχνη μὰ καὶ ἐξαιρετικὸ ἄνθρωπο, ἀποχωρώντας ἀπὸ τὸ στασίδι του τὸ ἔτος 1939, τὸν ὀνόμασε με Πατριαρχικὸ Πιττάκιο «Ἐπίτιμο Πρωτοψάλτη τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».
Ὁ Ἰάκωβος ἐκοιμήθῃ ἐν Κυρίῳ στὶς 5 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1942 στὸ Ψυχικό. Ὁ θρῦλος του θὰ μένει ἀθάνατος.
Ὁ Καθηγητὴς Ἄγγελος Βουδούρης σὲ μελέτη του στὴν «Ὀρθοδοξία» σημειώνει γιὰ τὸν Ἰάκωβο: «ὁ Ἰάκωβος Ναυπλιώτης, ὡς Β´ Δομέστικος τοῦ Πατριαρχικοῦ ναοῦ, παρὰ τὸ πλευρὸν τοῦ μουσικοδιδασκάλου Νικολάου Λαμπαδαρίου, ὁ ὁποῖος ἔψαλλε χρησιμοποιὼν πάντοτε μουσικὰ κείμενα χειρόγραφα τῆς παλαιᾶς γραφῆς Πέτρου τοῦ Πελοποννησίου, ἐπειδὴ ἐντελῶς οὗτος ἠγνόει τὸ νέον γραφικὸν σύστημα, ἐμυήθη τὴν μουσικὴν καὶ ἐμορφώθη εἰς τὸ κατὰ τὸ ὕφος τοῦ Πατριαρχικοῦ ναοῦ ψάλλειν τὰ ἐκκλησιαστικὰ μέλῃ, διέσωσε τὴν μουσικὴν πρᾶξιν τῶν ἀρχαιοτέρων πρωτοψαλτῶν καὶ αὐτὸς τὴν σήμερον εἶναι ὁ συνεχιστὴς τῆς πατριαρχικῆς παραδόσεως».
Ὁ μουσικολόγος Παναγιώτης Ἀντωνέλλης στὸ ἔργο τοῦ «Ἡ Βυζαντινὴ Ἐκκλησιαστικὴ Μουσική» γράφει: «ὁ Ἰάκωβος ὅταν ἔψαλλε, μὲ τὴ χάρη τῆς μουσικῆς του ἰδιοφυίας καὶ μὲ τὸ ἀπαράμιλλο ὕφος του κατόρθωνε νὰ ἐμπνέει στὶς ψυχὲς τῶν ἀκροατῶν τὴν κατάνυξη, τὸ δέος, τὸν ἐνθουσιασμό». Ἐπίσης ὁ μουσικολόγος Γεώργιος Τσατσαρώνης σὲ ἄρθρο του γιὰ τὸν Ἰάκωβο μας λέει ὅτι «τὸν διέκρινε ἡγεμονικὴ φωνή, μεταλλικὴ καὶ γλυκυτάτη».
Καὶ ὁ Πρίγγος, ὁ ἀντάξιος μαθητὴς καὶ διάδοχος του σὲ ἀπαθανατίζουσα τὴ φωνὴ του φωνοταινία ἀκοῦμε να λέει: «Βρέθηκα γιὰ πρώτη φορὰ καὶ ἤκουσα τὸν Ἰάκωβο στὸν Παρακλητικὸ Κανόνα καὶ ἔλεγε "Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν" καὶ κατέβηκε ὁ Πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ', καὶ προσκύνησε τὴν Παμμακάριστο καὶ ᾖλθε πάλι πίσῳ, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ ἀνέβηκε στὸ θρόνο. Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα που ἤκουσα, τρελάθηκα, λέγω: Κανεὶς δὲν εἶναι ψάλτης, παρὰ μόνο αὐτός».
Ὁ πολυτραγουδισμένος Ἰάκωβος, ἡ πολύφθογγος λύρα, ἀγαπητοί μου, σήμερον σιωπᾶ. Ἔχει προσεγγίσει πολὺ κοντὰ στὸ Θεὸ μὲ τὶς τόσες ὑμνολογίες του. Ἀλλὰ τὸν νιώθουμε νὰ εἶναι αὐτὴ τὴ στιγμὴ καὶ ἀνάμεσα μας καὶ νὰ μας ἐρωτᾶ: Τὶ νέα ἔχουμε; Τὶ ἦχο ἔχουμε σήμερα; Τὶ ἐωθινό; Μπαίνουν πάλι οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ἀπὸ τὸ θόλο τοῦ ἱεροῦ; Ψάλλουν οἱ ψάλτες κατὰ τὸ ὕφος τὸ δικό μου;
Καὶ τοῦ ἀπαντάμε: «Μάλιστα, μάλιστα Δάσκαλε Μεγάλε. Ἐδῶ εἶναι σήμερα, παρόντες, οἱ ἄξιοι συνεχιστές σου, ἡ Χορωδία τοῦ Συλλόγου τῶν Μουσικοφίλων τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν μὲ τὸν κορυφαῖο χοράρχη της, τὸν κ. Δημοσθένη Παϊκόπουλο, ἐγγονό σου στὸ Πατριαρχικὸ ψαλτήρι, καί μὲ ὅλα τὰ ἀξιότιμα Μέλη τῆς Χορωδίας, τὰ δισέγγονά σου, καὶ μὲ ἐπικεφαλὴς τὸν ἐκλεκτὸ καὶ ἀκούραστο Πρόεδρο της, τὸν κ. Ἰωάννη Σκούτα, καὶ χωρὶς νὰ λησμονοῦμε τὸν ἰδρυτὴ τῆς Χορωδίας κ. Γεώργιο Τσαούση, καὶ ποὺ γιορτάζουν σήμερα τὸν προστάτη ἅγιο τους, τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα τὸν Πρωτόκλητο, ἰδρυτὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ σὲ πόσες, ποῖος ξέρει, Πατριαρχικὲς καὶ Συνοδικὲς Λειτουργίες ἔψαλλες τὴ μέρα αὐτή».
Και ἔχουμε ἀκόμη νὰ σοῦ ποῦμε σεβαστέ, ἀλησμόνητε καὶ ἀείμνηστε «Δάσκαλε»: οἱ αἰῶνες θὰ μιλοῦν καὶ θὰ τραγουδοῦν τὸ ὄνομά σου, ποὺ ἔγινε «οἰκουμενικό» στὸν ψαλτικὸ κόσμο. Ἤσουν αὐθεντία. Σὺ ἔψαλλες χρόνια σὲ δεκατέσσερις Πατριάρχες καὶ ἄλλους τόσους καὶ ἀμετρήτους Ἀρχιερεῖς τὸ περίφημο «εἰς πολλὰ ἔτη Δέσποτα», τὸ ἀργὸ ἐκεῖνο τῆς εἰσόδου, σὲ ψάλλουμε σήμερα κὶ ἐμείς:
Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστε καὶ ἀείμνηστε Ἄρχοντα Ἰάκωβε Ναυπλιώτη!
Τοῦ Αἰδεσιμολ. π. Σεραφεὶμ Φαράσογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου