Αρμενάκι, είμαι κυρά μου, πάρε με, έλα πάρε με, σε νησιώτικο λιμάνι βγάλε με... πάρε με, βράδυ καλοκαιρινό, καθώς θα κάθομαι ήσυχα, κάτω από την φωτισμένη Ακρόπολη,
στα ριζά των Αέρηδων
και θα ονειρεύομαι θάλασσες, καθώς θα ονειρεύομαι χρώματα, μονάχα μπλε και άσπρα - τέτοια χρώματα μονάχα έχουν τα όνειρά μου εμένα - πάρε με, λοιπόν, ταξίδεψέ με, με ήχους, ήχους από κύματα, που σπάνε στους βράχους, που ακουμπάνε γλυκά στις αμμουδιές, ήχους από σαμπούνες
κι ήχους από τουμπάκια
ήχους από λαγούτα
κι ήχους από σουραύλια, ήχους που έρχονται από χρόνια παλιά και ξαποσταίνουν για λίγο μαζί μας, ήχους, που δεν παύουν ποτέ, μα συνεχίζουν το ταξίδι τους στο χρόνο, στο μέλλον, να, σαν τις γενιές, που διαδέχονται η μια την άλλη, σαν τα παιδιά, που στηρίζονται γερά στο ένα τους πόδι κι απλώνουν το χέρι, αρπάζουν την σκυτάλη και συνεχίζουν, συνεχίζουν από κει, που αφήσανε οι προηγούμενοι το τραγούδι, τις μουσικές, την αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους, τον ήλιο, το χώμα, το νερό, τον αέρα, την αρμύρα, την αιώνια μήτρα, το Αρχιπέλαγος, που το λέγαν Αιγαίο, που πάντα θα το λένε Αιγαίο, όσοι αιώνες κι άνθρωποι κι αν περάσουν...
Ήτανε το βράδυ της Τετάρτης 21 Ιουλίου, στην μικρή αυλή του Μουσείου Λαϊκών Οργάνων του πρωτοπόρου Φοίβου Ανωγειανάκη, στην Πλάκα, δίπλα στους Αέρηδες. Ήτανε βράδυ ζεστό κι αργόσυρτο, τότε που συντελέσθηκε το θαύμα. Άνθρωποι, πούχαν ακούσει τον τελάλη της "ΑΛΛΗΣ ΟΧΘΗΣ" να προσκαλεί, μαζεύτηκαν από νωρίς και ταξίδεψαν ανάλαφρα , πάνω σε φτερούγες ήχων γλυκών, οικείων ήχων, ήχων από όργανα λαϊκά του Αιγαίου
και ήχων από φωνές, νεανικές φωνές, όμορφες φωνές, φωνές αντρίκιες
που τραγουδάγανε για τις αγάπες τους...
γιατί οι άντρες, ξέρετε μονάχα όταν τραγουδάμε, μιλάμε για τις αγάπες μας, αλλιώς σωπαίνουμε, τ' αφήνουμε όλα να αιωρούνται, μετέωρα στον αέρα όλα, σαν να διστάζουν και σαν να υπονοούνται και νάναι έτοιμα να χαθούν στα σύννεφα ή να διαλυθούν και να γίνουν ένα τίποτε...
όπως και πάνω στον χορό βγάζουμε την χαρά και τον πόνο της αγάπης, τον λεβέντικο πόνο, που όρθιος υποφέρει, όρθιος κουβαλάει την πίκρα της προδοσίας, της εγκατάλειψης...
Ήτανε ζεστό το βράδυ, ναι, αλλά δρόσισε με τις μουσικές και τα τραγούδια των μουσικών, πούρθανε για την βραδυά της Σαμπούνας στην Αθήνα από την Σέριφο, την Τζιά, την Σάμο, την Κάλυμνο. Μουσικών παλιών
αλλά κυρίως μουσικών νέων
κι ακόμα πιο νέων, πολύ νέων, να... όπως ο Παναγιώτης από την Σέριφο, που παίζει στα 11 το σουραύλι
και τον κοιτά από δίπλα περήφανος ο παππούς με το τουμπάκι
και τον ζηλεύει η πιτσιρίκα η αδελφή του
που βιάζεται να το μάθει κι αυτή, ν' ανέβει στην σκηνή, να του πάρει τα πρωτεία, έτοιμη είναι...
"Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας", μας παραδίδει ο Σεφέρης... αλλά πολλών, ίσως και περισσότερων, ανθρώπων παιδιά είναι και τα τραγούδια κι οι μουσικές μας, έτσι που περνάνε από χείλη σε χείλη κι από καρδιά σ' άλλη καρδιά και τ' ακούμε και τα τραγουδάμε και τα χορεύουμε κι είναι τότε ακριβώς που γεμίζουμε ελπίδα για τον κόσμο αυτό και τα παιδιά μας, ναι, ελπίδα ή ακόμα και βεβαιότητα, μεθυστική βεβαιότητα πως δεν περνάμε έτσι από τον κόσμο αυτό, δίχως τεκμήρια και μαρτυρίες πως, ναι, ήμασταν κι εμείς κάποτε εδώ... περάσαμε από 'δω, αφήσαμε ψιθύρους και λόγια και μελωδίες και μουσικές και χορούς, αφήσαμε ίχνη, ίχνη από χαρές αγάπης και από πόνους έρωτα, δάκρυα κι αναφυλλητά πόθων ανεκπλήρωτων κι ανατριχίλες από λαχτάρες, που δικαιώθηκαν, ίχνη σαν όλων των ανθρώπων τα ίχνη, ίχνη, που πάνω τους θα πατήσουν - τι θα; - να πατούνε κιόλας, για να πορευθούνε και να συνεχίσουν στον αιώνα τον άπαντα, στον κόσμο αυτόν τον δικό μας, τον μικρό και μέγα μαζί...
Τώρα τι να πω κι εγώ έτσι που ένας νησιώτης με τιμά με αναδημοσίευση... Συγκινήθηκα - σ' ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφή